Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας νεαρός πραματευτής που γύριζε καθημερινώς στα χωριά της περιοχής του και πουλούσε γυναικεία στολίδια και κοσμήματα. Κάποια ημέρα ο πραματευτής αυτός νυχτώθηκε σε ένα χωριό και ζήτησε φιλοξενία απ' τους κατοίκους του. Τον άκουσε τότε κάποιος φιλόξενος χωρικός, τον κάλεσε στο πτωχικό σπίτι του και τον έβαλε να κοιμηθεί στο δωμάτιο που κοιμόταν και η κορούλα του, η οποία είχε γεννηθεί μόλις πρίν από τρεις ημέρες.
Περί τα μεσάνυχτα κατέφθασαν σ' αυτό το δωμάτιο οι τρεις Μοίρες τού νεογέννητου κοριτσιού για να ορίσουν την τύχη του. Εκείνη την ώρα ο πραματευτής ξύπνησε αθόρυβα, είδε τις Μοίρες, κρυφάκουσε τα καθοριστικά λόγια της πρώτης και της δεύτερης Μοίρας και κατόπιν άκουσε και την τρίτη Μοίρα να ορίζει τα εξής: “Αυτό το κοριτσάκι, όταν γίνει 15 χρονών να παντρευτεί τον πραματευτή που κοιμάται σ' εκείνη τη γωνιά”.
Μόλις ο πραματευτής άκουσε τον ορισμό της τρίτης Μοίρας αναστατώθηκε πολύ και είπε μέσα του. Εγώ ο εικοσάχρονος άντρας θα παντρευτώ αυτό το νεογέννητο βρέφος; Δεν το δέχομαι. Και αμέσως, χωρίς να το πολυσκεφτεί, άρπαξε το μικρό κοριτσάκι από την σαρμάντσα του (: ξύλινη κούνια μωρού), το έβγαλε στην αυλή και το κάρφωσε σε ένα παλούκι για να πεθάνει. Κατόπιν έφυγε γρήγορα απ΄ το χωριό και δεν ξαναπέρασε απ' αυτό κατά το επόμενο χρονικό διάστημα.
Παρήλθαν 15 χρόνια και ο πραματευτής, αγνώριστος πλέον, επισκέφτηκε το αναφερόμενο χωριό για να πουλήσει το ελκυστικό εμπόρευμά του. 'Οταν τον είδαν οι νεαρές κοπέλες του χωριού έτρεξαν κοντά του για να αγοράσουν κουβαρίστες, κορδέλες, δακτυλίδια και βραχιόλια. Ο Πραματευτής πρόσεξε τότε μια νεαρή και χαριτωμένη κοπέλα που ήταν ανάμεσά τους, εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά της και ζήτησε απ' τους γονείς της να την παντρευτεί. Και πράγματι, ύστερα από λίγο καιρό την παντρεύτηκε.
Κατά την πρώτη νύχτα του γάμου τους, όταν οι νεόνυμφοι έπεσαν να κοιμηθούν, ο πραματευτής είδε έκπληκτος στην κοιλιά της γυναίκας του μία μεγάλη ουλή προερχόμενη από κάποια παλιά πληγή. Ρώτησε λοιπόν πώς έγινε αυτή η ουλή και τότε η γυναίκα διηγήθηκε την απίστευτη ιστορία της. Ότι δηλαδή, όταν ήταν βρέφος την κάρφωσε σε ένα παλούκι κάποιος άγνωστος πραματευτής, και ότι την είδε καρφωμένη εκεί ο πατέρας της και την έσωσε από βέβαιο θάνατο.
Όταν ο πραματευτής άκουσε αυτήν τη συγκλονιστική ιστορία ταράχτηκε πολύ, συγκινήθηκε ιδιαίτερα και φώναξε δυνατά: “Ότι γράφει η μοίρα δεν ξεγράφει (ξεγράφεται)” !
Και ύστερα πέρασαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Γ.Τ.Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου