Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2022

Χαρακτηριστικές λέξεις και φράσεις του γλωσσικού ιδιώματος Γέρμα Καστοριάς.

 Δημοσιεύτηκαν στην Ομάδα του FB “Ντοπιολαλιές”: https://www.facebook.com/groups/340867693341953/

Καταγραφή Γ.Τ.Α.



1) Αδιά, η = η βιασύνη, η προχειρότητα. π.χ. μη κάμς ντ' δλιά σ' μι αδιά, θα γίν' στραβή.

2) Αδουκιούμαι, - ιέσι, - ιέτι = θυμούμαι. π.χ. Ώ Γιώργου, ιχτές είδα του πιδί σ' κι αδουκίθκα ισένα, όκαχτ' είστι !

3) Αδράχνω = καίομαι λίγο, επιφανειακά. π.χ. Έκατσα κουντά στου τζιάκ' για να πυρουθώ κι αδράχκι του πουδουνάρ' απ' του παντιλόν' μ' {: κάθησα κοντα στο τζάκι για να ζεσταθώ και κάηκε επιφανειακά η μία περισκελίδα τού παντελονιού μου) {προφανώς από το ρήμα δράττω = πιάνω}.

4) Ακάτσωτος = ο ζωηρός, αεικίνητος και ζαβολιάρης νέος. // η ακατσωτιά = Το αθέλητο παιδικό παράπτωμα, η παιδική ζημιά. π.χ. (ομιλεί ο δάσκαλος στον πατέρα μαθητή του:) Ου γιός σ' είνι ακάτσουτους μέσ΄ σ'ν τάξ΄ τ', κάμ' πουλιές ακατσιουτιές, όλου σκώνιτι απ' του θρανίου τ' κι πειράζ' τ'ς σ'μαθήτριίς τ'. {: Ο γιός σου είναι πολύ ζωηρός μέσα στην τάξη του, κάνει πολλές αταξίες, συνεχώς σηκώνετε απ' το θρανίο του και πειράζει τις συμμαθήτριές του. (σε χωριά της Καστοριάς}.

5) Αλάδωτος και αμύρωτος = αυτός που δεν έλαβε από τον ιερέα κατά τη βάπτισή του άγιο έλαιο και άγιο μύρο, ο αφώτιστος και δύστροπος άνθρωπος. π.χ. Φύγι απού μπρουστά μ' αλάδουτι, αμύρουτι.

6) Ανεμικιά, η (η ανιμκιά). = ο ανεμοστρόβιλος. π.χ. Λέει η γιαγιά στα εγγόνια της: Έμπατι μέσα στου σπίτ' γλήγουρα, γιατί έπιασι ανιμκιά, κι θα σας σκωσ' κι θα σας ανιβάσ' ουπάν στου λιφκάδ'!

7) Αποπιάνω = Ζητώ εξηγήσεις από κάποιον που με κακολόγησε αδίκως εν απουσία μου και διαμαρτύρομαι για αυτήν του την ανέντιμη πράξη. π.χ. Ου Γιώργους είπι στουν ξάδιρφου τ', ότι είμι ζουλουμκιάρς {: αρέσκομαι να προξενώ ζημίες στους ανθρώπους), το έμαθα κι πήγα κι τουν απόπιασα.

8) Άρα - Μάρα. = Ό,τι έγινε, έγινε, ας πάει στο καλό". π.χ. Έπισες πιδί μ' κι βάρισις πουλύ; Άρα - Μάρα ! Μη κλιές.

9) Άρμενος, ο. (ου άρμινους) = το χαμομήλι. Το αρμένισμα = η επιλόχια κατάθλιψη.

10) Αστίζω (ή ασταίνω;) = εξάπτομαι συναισθηματικά, ερεθίζομαι σεξουαλικά, αφηνιάζω. π.χ. Αυτή η χήρα γυναίκα άστσι (άστισε) από του κάτσμου (κάτσιμο) και γυρεύ' να ξαναπαντρευτεί ! Αστζμένος (αστισμένος) = ο διεγερμένος, ο δυνατός και ατίθασος. π.χ. πώς αναψοκοκκίνησες έτσι σαν αστζμένος;

    11) Βαραίνω την καμπάνα. = (μεταφορικώς) κοινοποιώ ένα μυστικό. Πχ. Μη λιέτι τίπουτα σ' αυτήν ντ γυναίκα, θα βαρέσ' 'ν γκαμπάνα" (θα το κοινοποιήσει παντού).

    12) Βούτσω, η = η χοντρή και βρώμικη γουρούνα, η σκρόφα, και μεταφορικώς η εύσωμη και βρωμιάρα γυναίκα./// Βουτσιέμαι = κυλιέμαι στα λασπόνερα. π.χ. Η βούτσου μας όλ'ν τ' μέρα βουτσιέτι στου αυλάκι μι τς λάσπις.

    13) Βρουχός, ο = το καλοπλυμένο ρούχο, το κάτασπρο, το πεντακάθαρο. (χρησιμοποιείται αποκλειστικά για ασπρόρρουχα) π.χ. Ιχτές πήγα στου πουτάμ' κι έπλυνα τα ρούχα μ', τα βάρισα πουλύ ώρα μι τουν κόπανου, βρουχός γίνγκαν. Τα γαργαρόπλυνα τα ρούχα μ' κ' ίνγκαν βρουχός.

    14) Γαίμα = αίμα. γήλιους (ήλιος). γήμιρους (ήμερος). γείνουρου (όνειρο). γυφαίνου (υφαίνω) κ.ά. (Αρκετές λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν προφέρονται με ένα -γ- μπροστά τους).

    15) Γκότζβας, ο = ο κότσυφας. Π.χ. Ιχτές ήρθαν όξου απ' του σπίτ' μ', σμ πιρουγλιά μ' πέντ΄- έξ γκουτζβέ.

    16) Γγκουφάρι, το = ο γοφός. π.χ. Σιούκουσα μια πουλύ βαριά πέτρα κι μι πόνισι του γκουφάρ'.

    17) Γκνούσας, ο: (κυριολεκτικώς) = ο έχων υπνηλία. /// Μεταφορικώς = ο νωθρός, ο αργοκίνητος. π.χ. βάδιζι γλήγουρα, μη πιρπατάς σαν τουν γκνούσα.

    18) Γκρινιάζει": Λέγεται για σωματική πληγή και σημαίνει τον υπερβολικό ερεθισμό της και την γάγγραινα. π.χ. μη πειράειζς του βάρεμα στου πουδαρ' σ', γιατί θα γκρινιάξ - θα γκρινιάξ κι θα στου κόψουν.

    19) Γκυλνώ = κυλώ. Γκυλνιούμι = κυλιέμαι. Γκυλτζμένους = κυλισμένος. Γκυλιστήρ = κυλιστήρι (ράβδος παιδικού παιχνιδιού με ρόδα στην άκρη της). Γκύλιαντρους = καρούλι με κλωστή ραψίματος.

    20) Διαβάτης (ου διαβάτς) = Πόνος περαστικός. Διαβαίνω = αναρρώνω, γίνομαι ξανά υγιής.

    21) Δυναστεύω = καταπονώ κάτι, το κουράζω. π.χ. Πιρπάτσα πουλί ιχτές, δυνάστιψα του πουδάρ μ' κι τώρα μι πουνάει.

    22) Δώμ' του ψάρ΄ κι να τουν παρά, κι όχ' να τουν παρά και δώμ' του ψαρ' = δώσ' μου το ψάρι και να τον παρά,... π.χ. Τώρα τς γιουρτές που θα πας να ψνίσεις να θμάσι: Δώμ' του ψάρ΄ κ.λ.π.

    23) Εμ αρνάτα, εμ μαλλάτα, εμ αρνί θηλκό. Το έλεγαν για κάποιον που ζητούσε μεγάλη προίκα για τον γιό του: Δηλαδή, ζητάει πρόβατα, που να έχουν, και αρνιά, και μαλλί, κι επί πλέον τα αρνιά τους να είναι θηλυκά!

    24) Ετοιμάζω (τμάζου) και "του τμάσμου" {: το ετοιμάσιμο, το ετοίμασμα}. (Κατά το χτίζω - χτίσιμο). = η τελική και καθοριστική πρόσθεση σε νερόβραστη φασολάδα τσιγαρισμένου σε λάδι και πιπέρι, κρεμμυδιού, ντομάτας, δυόσμου, σέλινου, καρότου κ.ά. π.χ. Αμόρ' μάνα, τα φασούλια στου τσκάλ' έβρασαν, να τα τμάσου;

    25) Ζιαμπουλιάζω = ζουλίζω ένα φρούτο, ένα αντικείμενο που έχει μαλακή υφή. π.χ. Τα θκα'ς τα λόια σύκα κι ζιαμπουλιάζουνται, τα θκα'μ καρύδια κι ρουπουτούν {: τα δικά σου τα λόγια είναι σαν τα σύκα που ζουλίζονται αθόρυβα, ενώ τα δικά μου είναι σαν τα καρύδια που σπάζουν και κάνουν θόρυβο} (λαϊκή παροιμία).

    26) Ζιούλα, η = το υπερώριμο φρούτο, συνήθως αχλάδι. π.χ. Ιχτές πήγα στου χουράφ' μ', ανέφκα' σντ γκουρτσιά μ' κι έφτασα {= έμασα} πεντ' - εξ ζιούλις.

    27) Ζιούπος, ο = ο πολύ κοντός άνθρωπος, ο βραχύσωμος. π.χ. Αμπρουστά πιρπατούσι ένας αψηουλός άντρας κι απού πίσου τ' τουν ακλουθούσι ένας Ζιούπους, που δεν φαίνονταν απού ντ' γης.

    28) Ζμάτζμα. Ζούλγμα. Ζούπμα. π.χ. Τα ρούχα μας θέλουν ζμάτζμα (ζεμάτισμα) στου κακάβ, τα μήλα μας θέλουν ζούλγμα (ζούλιγμα) για να φτάσουν (ωριμάσουν), και η πίτα θέλ' ζούπμα (τρύπημα) για να ψηθεί καλά.

    29) Ζουλουμκιάρης, ο = Αυτός που αρέσκεται να προξενεί ζημίες, να βλάπτει τους ανθρώπους.

    30) Ζουλνώ = ζουλώ, ζουλίζω, πιέζω με το χέρι μου κάτι εύπλαστο και μαλακό όπως η σάρκα. π.χ. Όταν ζουλνώ του πουδάρ' μ' πρήζιτι κι μι πουνάει.

    31) Θέλνου (=θέλω). Θέλνν (θέλουν) (με δύο -ν-). Λύλνου (= λύνω). Λύλνν (= λύνουν). Δέλνου (= δένω).δέλνν (= δέλνουν). κ.ά.

    32) Ιπικιώρ και ιπιτιώρ = πρωτύτερα, προηγουμένως.// π.χ. Είδα ιπικιώρ τουν Γιάνν' κι ήταν αξούρστους ! Πώς πήγι έτσ' σ'ν εκκλησιά;

    33) Ισκιόβουλο, το = ο σκυθρωπός, αγέλαστος και απλησίαστος άνθρωπος. π.χ. Στουν γάμου ήταν και η -τάδε- (γυναίκα), κάθουνταν μόναχ' σ'ν άκρα σαν ισκιόβουλου. {: Στον γάμο ήταν και η -τάδε-, καθόταν μόνη στην άκρη σαν ισκιόβουλο}.

    34) Καθαρίζω = (μεταφοορικώς) ευνουχίζω μικρό ζώο, συνήθως γουρούνι και σκύλο. π.χ. ταχιά θα καθαρίσουμι του γουρούν' μας.

    35) Καχίρ, το = σοβαρή ασθένεια, ο καρκίνος. π.χ. Να μη στιναχουριέσι πουλύ, γιατί θα βγάλτς κανά καχίρ.

    36) Καψοπαίδι, το = το "καμένο", το δυστυχισμένο, το ταλαιπωρημένο παιδί. π.χ. Τί να κάμ' κι αυτό του καψουπαίδ΄ ! πέθαναν οι γουνείς τ' κι απόμκι μόναχου στουν κόσμου. {: Τι να κάνει κι αυτό το δυστυχισμένο παιδί ! πέθαναν οι γονείς του και έμεινε μόνο του στον κόσμο}

    37) "Κοιμάται η καρδιά μου" = Υπνοβατώ. // π.χ. Ιχτές του βράδ' "κοιμάταν η καρδιά μ'" . Σκώθκα απ' του κριβάτ' κι βήκα όξου απ' του σπίτ' μ' κι παραλαλούσα. Ευτυχώς δεν μι μίλτσι καένας. Αν μι μιλούσι θα πέθινα.

    38) Κοίτας, το, και "η κοίτας" = η κατάκλιση ασθενούς ή γέροντα. π.χ. πέθανε, δεν άντεξε, τον έφαγε το κοίτας. Να σε φάει η κοίτας (: κατάρα).

    39) Κουλάι = εύκολα, γρήγορα.

    40) Κουρεμός, ο = Πάλι καλά. Έστω κι έτσι. π.χ. Πήγα να μαζέψω καρύδια και μάζεψα μόνο 2 κιλά, κουρεμός. Ο τάδε παντρεύτηκε στα 50 χρόνια του, κουρεμός.

    41) Λιάκατα, τα = τα εντόσθια ( ως σύνολο) των ζώων και σπανίως των ανθρώπων. // Αηδιαστικός, απαξιωτικός, περιφρονητικός ο χαρακτηρισμός τους. π.χ. Ιχτές του προυί πάτσα μι του αυτουκίνητου μ' μια γκαχιλώνα κι βήκαν απού νγκλιάτς τα λιάκατα. // Η λέξη δεν απαντάται στον ενικό αριθμό.

    42) Λιθοπάτημα, το = η φλύκταινα στο πέλμα του ποδιού. π.χ. Πιρπάτσις ξπόλτους στου δρόμου κι έβγαλις λιθουπάτμα σν πατούνας, να βάλτς στουμπζμένου πιντάνιβρου για να διάβς.

    43) Λύσα, η ( λύση;) = Η κοιλότητα του ποδιού που βρίσκεται στην κορυφή της γάμπας, πίσω ακριβώς από το γόνατο. (π.χ. του φουστάν' τς (= το φουστάνι σου) είνι πουλύ κουντό κι φαίνουντι οι λύσις σ').

    44) Μάξους = επίτηδες. π.χ. Η Μαρία μάξους έβαλι αυτό του όμορφου φουστάν', για να του ιδεί η Λιένη κι να ζηλέψ'.

    45) Μασκαράς, ο. = ο ξεδιάντροπος, ο ξεφτιλισμένος, ο ανήθικος άνθρωπος. Π.χ. “Καλύτιρα να πιθάνου τιμημένους, παρά να ζω μασκαριμένους". (λαϊκή παροιμία).

    46) Μέτα = ξανά, πάλι. (π.χ. Γιώργου, τράβα στου σπίτ' σ' να φας κι έλα μέτα ιδώ για να μι βοηθήεις στουν μπαχτσιέ). (Όπως στο "μετακάνω" = ξανακάνω; και στο "μεταπίνω" = ξαναπίνω; κ.λ.π.).

    47) Μονάδες μέτρησης των τριών διαστάσεων : 1 τρίχα. / 1 ράμα. / 1 αγκίδα. / 1 νύχ’. / 1 δάχτυλου. / 1 φουρκή. / 1 απαλάμ’. / 1 πατούνα. / 1 κιφάλ’. / 1 πήχ’. / 1 αγκώνας. / 1 χέρ’. / 1 γόνα. / 1 πουδάρ. / 1 δρασκλιά. / 1 μπόι. / 1 ξυάλη. (1 = ένας , μία , ένα).

    48) Μουσμούτι το (μουσμούτ') = το μικρό ποντικάκι και κάθε άλλο ζωάκι που χώνει παντού τη μουσούδα του για να βρει τροφή. Μεταφορικώς: ο μικρόσωμος, ισχνός και κακεντρεχής άνθρωπος που ασχολείται με ξένες υποθέσεις, ο διαβολέας. π.χ. Ου Νίκους είνι τρανό μουσμούτ', μι κατηγόρσι άδικα στουν ξάδιρφου μ' κι μας έβαλι να μαλώσουμι.

    49) Μπουχνίζω (όχι μπουχτίζω) = σκεπάζω τελείως την κατσαρόλα μόλις βράσει το φαγητό για να "μπουχνίσει", να μην φύγει ο ατμός του. ( Ίσως από το αχνίζω;).

    50) Μωρόξινος, ο = ο γλυκόξινος, -η, -ο .(ου Μουρόξνους, η μουρόξν, του μουρόξνου). π.χ. Έχου μια μπλιά που κάμ μουρόξνα μήλα {: Έχω μία μηλιά που κάνει μωρόξινα {= γλυκόξινα} μήλα}.

    51) Να σι φλαγ' ου θιός απού παλιόν ζουτλάρ κι κινούργιουν νοικουκύρ". = Να σε φυλάγει ο Θεός από παλιό ζήτουλα και καινούργιον νοικοκύρη. (Παροιμία).

    52) Νοικοκυράτα, τα (τα νγκουκυράτα) = τα σκεύη της νοικοκυράς ως σύνολο, τα κουζινικά. π.χ. Πήγα ιχτές στου παναήρ' κι αγόρασα πουλλά νγκουκυράτα: έναν τέντζιαρ', ένα τηγάν', πέντε χλιάργια, πέντι βελούσκις.

    53) Ξαρμένισμα, το = Η θεραπεία με άρμενον (χαμομήλι) μιας λεχώνας που πάσχει από επιλόχια κατάθλιψη. π.χ. Αρμινίσκι η αμψιά μ' που είνι λιχώνα κι πήγα κι ν΄ ξαρμέντσα για να γίν' καλά. = Αρμενίστηκε (αρώστησε από επιλόχιο κατάθλιψη) η ανεψιά μου που είναι λεχώνα και πήγα και την πίεσα να μυρίσει και να να πιεί χαμομήλι για να θεραπευτεί.

    54) Ξενομώ = 1) Φεύγω αναγκαστικά μακριά από κάπου. 2) αποδιώχνω κάποιον από κοντά μου. π.χ. Ξινόμσα σν Αμιρική για να ζήσου καλύτερα. Ρίχνου πέτρες για να ξινουμήσου τα πλιά απού του χωράφ' μου.

    55) Ξεοσμώ, (Ξιζμώ) = ξεοσμίζω, χάνω την οσμή μου, εξατμίζονται. π.χ. Στούπουσι του μπουκάλ' μι του ξύδ' γιατί θα ξιζμίσ'" (: στούπωσε το μπουκάλι του ξυδιού γιατί θα ξεοσμίσει).

    56) Ξεπαριασμένος = ξεπαραδιασμένος, ανυπόληπτος, ξεφτιλισμένος, αναξιοπρεπής. π.χ. Δεν θα παντρέψου ιγώ τ' θκιμ τ' θυγατέρα μ' αυτόν τουν ξιπαριασμένουν.

    57) Ξιζουλνώ = πληγώνω επιφανειακά το δέρμα μου. π.χ. Έπισα, βάρισα κι ξιζιουλίσκα λίγου στου χέρ' μ'.

    58) Όκαχτος = ολόιδιος. π.χ. Ισύ είσι όκαχτους μι τουν μπάρμπα σ'.

    59) Ολυμπία, η, αποκαλείται Λυούμπω (Λιούμπου) και η Ολυμπιάδα καλείται Λυμπιάδα.

    60) Ότ' είπα κι ότ΄ δεν είπα, νιρό κι άλας να γένουν. {: Το λένε οι γυναίκες που έχουν πει “άπριπα λόια" και μετανιώνουν γι΄αυτό}. π.χ. Δεν έπριπι να τουν πω αυτόν τουν λόγου, στάχτ' στου στόμα μ'.

    61) Ουκνεύου = βαριέμαι, τεμπελιάζω. π.χ. Δεν κοιμήθηκα ιψές του βραδ' κι τώρα οκνεύου να σκουθώ απ' του κριβάτ'.

    62) Παθημένος, ο (ου παθμένους) και "ου παθήσιους" (ο παθήσιος) = ο άνθρωπος που πάσχει από κάποιο σοβαρό και χρόνιο νόσημα. π.χ. Αυτός ου άντρας δεν μπουρεί να δλεψ στα χουράφια, ιπειδή είνι παθμένους. Αυτή η γυναίκα δεν γυφαίν' στουν αργαλειό, ιπειδή είναι παθήσια.

    63) Παρμακλίκια, τα = τα παντζούρια, τα διάκενα σε πόρτες και παράθυρα. π.χ. Θέλου να φκιάσου δυο παραθύρια μι παρμακλήκια.

    64) Πίπκα, τα = ξαπλωμένος μπρούμυτα, πρηνηδόν. π.χ. Ιγώ κοιμούμι τα πίπκα, ιπειδή μι πουνάει η ραχ'.

    65) Πιπκώνω = καταπίνω την τροφή βιαστικά και αμάσητη. π.χ. Όταν ξυπνήσου αργά, πιπκώνω ψουμουτύρ κι πχιαλώ στου χουράφ'.

    66) Πυτιά, η = το περιεχόμενο του στομαχιού, η τροφή που βρίσκεται στο στομάχι. π.χ. μη κρέμισι πιδί μ' απ' του δέντρου μι του κιφάλ' σιακάτ', γιατί θα γυρισ' ανάπουδα η πτιά σ'.

    67) Πυρώνω = βάζω κάτι κοντά σε φωτιά για να ζεσταθεί. π.χ. Κρύουσα κι για ταύτου έκατσα κοντά στ' φουτιά, για να πυρουθώ.

    68) "Ραγίζω την καρδιά" = στενοχωρώ κάποιον πάρα πολύ. π.χ. "Ου μακαρίτς ου άντρας μ' πουτέ δεν μι ράγσι 'ν γκαρδιά". ("σι ράγσι όμους τα πλιβρά" (πλευρά), απαντούσε ψιθυριστά η κακεντρεχής γειτόνισσά της).

    69) Σαρκώνω = τρώω καλή τροφή για να αυξηθεί το κρέας τού σώματός μου, για να αποκτήσω δύναμη. π.χ. Θα φάου φαγητό με κριάς για να με σαρκώσ'. Να φας τυρί για να σι σαρκώσ'.

    70) Σειησμάρα = ψυχική ταραχή, συναισθηματική αναστάτωση. π.χ. Μι είπι κάτ' λόϊα η Λυμπιάδα κι μι σείησι, απού σειησμάρα να μη γλυτώσ'.

    71) Σκαλιουρνώ και σκαλιουρίζω = 1) δίνω τις πρώτες ευχές σε νεόνυμφους.

    72) Σκαλιώρα, η ( εις καλή ώρα;) = η πρώτη επίσκεψη Γερμανιωτών σε οικία νεοαρραβωνιασμένων και νεόνυμφων για να τους συγχαρούν (τους νεοαρραβωνιασμένους και τους νεόνυμφους) και να τους ευχηθούν αναλόγως. π.χ. Απόψι θα πάνου στου σπίτ' τς ανιψιάς μ' π' αρραβουνιάσκι, για να τ' σκαλιουρίσου.

    73) Σκούπιρο, το = το μικρό σκουπίδι, αυτό που έχει μικρόν όγκο.

    74) Σοφολογώ = επινοώ, εφευρίσκω. π.χ. Πώς του σουφουλόησις αυτό του κέντημα; Πώς του σουφουλόησις αυτό του ιργαλείου!

    75) Σπάζω = τρυπάω κάτι με λεπτό αιχμηρό αντικείμενο. π.χ. "αν μι σπάσεις μι βελόνα, θα σι σπάσω μι Σακοράφα" {: άν με σπάσεις με βελόνα, θα σε σπάσω με Σακοράφα}. Λαϊκή παροιμία χωριών της Καστοριάς. / Για την έννοια της λέξης "σπάζω" χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά η λέξη "τσακίζω"

    76) Στουπώνω = βουλώνω, κλείνω με τάπα ή με καπάκι ένα δοχείο, ένα μπουκάλι κ.λ.π.

    77) Συρμί, το = επιδημία συνάγχης, ελαφρά γρίπη. Π,χ. Ιπέρσ' που μ' έπιασι του συρμί έκαμα ένα μήνα να διάβου (: να γίνω υγιής).

    78) Του σκλι θελ' να εχ' τ' αφεντικό τ' πουλλά πιδιά για να παίζ' μι τ' αυτά, ινώ η γάτα δεν θέλ' να εχ' τ' αφεντικό τς πιδιά για να παίζ' μι τ' αυτήν. {: Το σκυλί θέλει να έχει ο ιδιοκτήτης του πολλά παιδιά για να παίζει μαζί τους, ενώ η γάτα δεν θέλει να έχει ο ιδιοκτήτης της παιδιά για να παίζει μ' αυτήν}. Λαϊκή παροιμιακή φράση.

    79) Τριχούλ' = μικρός τροχός, ρόδα, και μεταφορικώς ο κοντόχοντρος άνθρωπος (!). π.χ. Ιφέτους τάισα πουλύ του γουρούν' μ', τριχούλ' του έκαμα. Πώς χόντρινι ετς ου Γιάνντς, τριχούλ' γίνγκιν.

    80) "Τρουίρου-ίρου" = γύρω-γύρω, ολόγυρα. π.χ. η αλούπα ιψές πχιαλούσι όλ' 'ν νύχτα τρουίρου-ίρου στου κουμάσ', για να βρει να φάι καμι' αρνίθα. {= η αλεπού χθές βράδυ έτρεχε όλη τη νύχτα γύρω - γύρω στο κοτέτσι, για να βρει να φάει καμία κότα.}

    81) Τσιατούρι, το = πήλινο δοχείο νυκτός για υπέργηρο άνθρωπο ή για κατάκοιτο ασθενή. π.χ. είνι πουλύ άρρουστους, τουν βάνουν του τσιατούρ'. /// Ο τσιατούρας= αυτός που πάσχει από ακράτεια ούρων.

    82) Τς κλιάς (της κοιλιάς) = η ξαπλωμένη θέση του σώματος με την κοιλιά προς τα κάτω, η στάση μπρούμυτα. π.χ. Ιχτές πέρασάμι πουλύ καλά στου βνο, ήμασταν ολ' μέρα ξαπλουμέν' τς κλιάς. / Ξικαρδίσκαμι απ' τα γέλια, έπισάμι τς κλιάς.

    83) Τσιτσιδόνα, η = Η καρδερίνα. π.χ. Μια τσιτσιδόνα έφκιασι φουλιά σ' μπλιά μας (στη μηλιά μας) κι έχ' μέσα 4 - 5 όμουρφα τσιτσιδουνούλια.

    84) Φράγκικη πιπεριά = η καυτερή πιπεριά. π.χ. Έριξα στα φασούλια όταν έβραζαν μια φράγκ'κ' πιπιριά κι όταν τα έφαγα μ' έκαψαν πουλύ, βήκαν τα μάτια μ' απ' όξου.

    85) Φράγκος= ο υπερβολικά ευέξαπτος, ο πολύ οργισμένος και σκληρός άνθρωπος. π.χ. Όταν ου μπάρμπας μ' έμαθι ότι τουν έκλιψαν του άλουγου τ', θύμουσι πουλί, φράγκους ίνγκιν.

    86) Χαροκοπιά, η = η ανεξήγητη υπερβολική ευθυμία, η αναίτια ψυχική ευφορία. [Χρησιμοποιείται με σκεπτικιστή διάθεση] . π.χ. Τί χαροκουπιά είνι αυτή που μας βρήκι σήμιρα! σι καλό να μας βγει.

    87) Χειρότχια = γάντια // πουδήματα = υποδήματα, παπούτσια // κουλόβιου, το = πουλόβερ. π.χ. Ιχτές πήγα στου Παζάρ' κι ψούντσα ένα ζιβγάρ' χειρότια, ένα ζιβγάρ' πουδήματα κι ένα πράσνου κουλόβιου. // Πουδένου = φοράω τα παπούτσια μου. π.χ. Στέκα λίγου να πουδέσου τα παπούτσια μ' = περίμενε λίγο για να φορέσω τα παπούτσια μου. // Πουδιμένος = ο φορών παπούτσια. // Ξιπόδιτος = ο ξυπόλυτος.

    88) Ψιχοπιάνομαι = ενδυναμώνομαι σωματικά, τονώνομαι. π.χ. Κόπκα απού τ' νηστεία, κι θέλου να φάου λίγου χαλβά για να ψιχουπιαστώ. 

    89 Ω΄, Κλητική προσφώνηση: Τα αρσενικά και τα ουδέτερα ονόματα με το άρθρο -ω-, ενώ τα θηλυκά με το -μω- και με το αμόρ'. π.χ. Ω' Γιώργο, έλα εδώ. /// Ω' παιδί, φόρεσε τα παπούτσια σου/// Μώ Ελένη, πήγαινε εκεί./// Aμόρ' Χρυσούλα, διάβασε το βιβλίο σου. (Χωριά της Καστοριάς) [Το αμόρ' ίσως από το αμόρε].









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου