Κυριακή 4 Μαΐου 2025

Λαϊκό ιστόρημα από τον Γέρμα Καστοριάς: “Το κασκέτο και το κεφαλομάντηλο”.

 

Την παλαιά εποχή στην πατρίδα μας όλοι οι ηλικιωμένοι άνθρωποι, όταν κυκλοφορούσαν έξω από το σπίτι τους είχαν πάντα καλυμμένη την κεφαλή τους. Οι μεν άντρες φορούσαν το κασκέτο τους οι δε γυναίκες το κεφαλομάντηλο.

Την ίδια εποχή οι άντρες ήταν οι απόλυτοι αφέντες του σπιτιού τους. Η κάθε επιθυμία τους, ακόμη και η παράλογη, ήταν νόμος. Οι γυναίκες τους δεν είχαν γνώμη και άποψη για τίποτα.

            Υπήρχε όμως τότε στο χωριό μας και μία γυναίκα που αποτελούσε εξαίρεση. Η γυναίκα αυτή ήταν πολύ ατίθαση, γκρινιάρα και «ανάποδη». Αντιδρούσε πάντα δυναμικά στις προσταγές του συζύγου της, δεν τον υπάκουε και συνεχώς μάλωνε μαζί του. Αυτή η απαράδεκτη κατάσταση έφτασε κάποτε στο απροχώρητο και γι’ αυτό ο άντρας πήγε σε κάποιον γέροντα του χωριού και ζήτησε να του πει τί να πράξει για να τη διορθώσει (την κατάσταση). Ο έμπειρος γέροντας, αφού τον άκουσε με προσοχή, του έδωσε την εξής αινιγματική συμβουλή: «Δώσε το κασκέτο σου στη γυναίκα σου και πάρε εσύ το μαντήλι της» !

Και πράγματι ο άντρας  αυτό έπραξε. Άφησε τη γυναίκα του να κουμαντάρει το σπίτι τους και αυτός ακολουθούσε πλέον τις εντολές της και ικανοποιούσε τις επιθυμίες της.

Και από τότε έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα !

Λεξιλόγιο: Κασκέτο = είδος καπέλου με γείσο.

Καταγραφή Γ.Τ.Α.









Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

Λαϊκό ευτράπελο αφήγημα από τον Γέρμα Καστοριάς: Η σταχτοπίττα !

 

Στον Γέρμα Καστοριάς την παλαιά εποχή, πριν απ’ το έτος 1950 περίπου, όλες σχεδόν οι οικογένειες του χωριού ήταν πολύτεκνες. Μέσα σε κάθε σπίτι κατοικούσαν τότε, κατά κανόνα, οι δύο σύζυγοι, οι γέροντες γονείς τους, και τα 5 - 6 μικρά παιδάκια τής οικογένειας. Τα παιδιά αυτά ήταν πολύ «ακάτσωτα», συνεχώς έπαιζαν και ψευτομάλωναν, με αποτέλεσμα να ενοχλούνται οι ηλικιωμένοι του σπιτιού. Η γιαγιά τους τότε, θέλοντας να τα (τους) κάνει να ευθυμήσουν και να ησυχάσουν διηγούνταν το παρακάτω “παραμύθι”:

    "Ακούστε παιδούλια μ’ τι θα σας πω, και τι θα σας μολογήσω. Χθές που ήμουν στο παζάρι της Καστοριάς ψώνισα για εσάς πολλά καλούδια. Όμως, όταν ερχόμουν να σας τα δώσω συνάντησα στο δρόμο μου το άγριο σκυλί τού γείτονα (τάδε) και με (μου) τα πήρε. Με είπε όμως ότι θα σας τα επιστρέψει, εάν φτιάξετε και το (του) πάτε μία «σταχτοπίττα» ! (: πίτα με γέμισμα στάχτη)".

    Τα παιδιά αντιλαμβάνονταν τη σημασία τής ευτράπελης διήγησης, ξεκαρδίζονταν στα γέλια, διέκοπταν προσωρινά το παιχνίδι τους και οι γέροντες τότε ησύχαζαν και ηρεμούσαν.

Σημείωση . Το αφήγημα αυτό το θύμισε στον γράφοντα Γ.Τ.Α. η εξαδέλφη του κ. Αθηνά Δ. Τζήμα.









Παρασκευή 25 Απριλίου 2025

Οι αμπάρες και τα «τσκόλια» των σπιτιών τού Γέρμα τής παλαιάς εποχής (έως το έτος 1965 περίπου).

 

Στον Γέρμα Καστοριάς, κατά την παλαιά εποχή, η μία και κύρια πόρτα εισόδου όλων των σπιτιών τού χωριού ασφαλιζόταν εσωτερικώς με τις αμπάρες και με τα λεγόμενα «τσκόλια».

Αμπάρα λεγόταν το χοντρό δοκάρι που ασφάλιζε εσωτερικώς και οριζοντίως αμφότερα τα θυρόφυλλα. Στους τοίχους του σπιτιού που πλαισίωναν την πόρτα υπήρχαν δύο μεγάλες οπές, στις οποίες έμπαιναν συρόμενα τα άκρα της αμπάρας. Σώζεται μία τέτοια αμπάρα που χρονολογείται στον 17 αιώνα { ; }και αμπαρώνει ακόμη την πλαϊνή θύρα του εξοχικού ναού Αγίου Αθανασίου. Η αμπάρα αυτή αποτελεί αξιοθέατο του Γέρμα και γι’ αυτό αρκετοί νεαροί Γερμανιώτες  πηγαίνουν στον εν λόγω ναό για να την δούνε και να την περιεργαστούν.

Τα "τσκόλια" ήταν δύο σιδερένιες ράβδοι με άγκιστρο στη μία άκρη τους, που ήταν καρφωμένες και κρέμονταν ανά μία στην εσωτερική επιφάνεια των αντίστοιχων θυρόφυλλων. Ο νοικοκύρης του σπιτιού, όταν ήθελε να το ασφαλίσει απ’ τους Τούρκους και τους ληστές τής περιοχής του, σήκωνε τα κρεμάμενα «τσκόλια» και τα στερέωνε με το άγκιστρό τους σε ειδικούς σιδερένιους δακτύλιους που ήταν γερά μπηγμένοι στους πλαϊνούς τοίχους. (Γ.Τ.Α.).

«Επίμετρο» Αμπάρες !

https://www.youtube.com/watch?v=AXWhX5yEzaQ



Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2023

Λαϊκό παραμύθι απ' τον Γέρμα Καστοριάς: “Η Ρούσα και ξανθομαλλούσα”.

  

    Την παλαιά εποχή στο χωριό μας, μόλις βασίλευε ο ήλιος κι έπεφτε το βαθύ σκοτάδι, οι άνθρωποι κλείνονταν αναγκαστικά στα σπίτια τους κι έβγαιναν απ' αυτά μόνον όταν είχαν κάποια μεγάλη ανάγκη. Τις νύχτες που υπήρχε αστροφεγγιά έμπαιναν μέσα στο χωριό και κυκλοφορούσαν στους στενούς κι έρημους δρόμους και στα σκοτεινά σοκάκια του πανέμορφες νεράιδες και ξωτικά που κατοικούσαν στα ανθισμένα λιβάδια και στα όμορφα δάση τής γύρω περιοχής. Εάν τότε κάποιος άνθρωπος έβγαινε απ' το σπίτι του και συναντούσε τυχαίως το δρόμο του μια νεράιδα απομακρύνονταν γρήγορα από κοντά της χωρίς να τη μιλήσει. Εάν όμως έκανε το λάθος και τη χαιρετούσε, του έκλεβε αμέσως τη λαλιά και έμενε σ' όλη του τη ζωή “μούτος” (μουγκός).

Οι νεράιδες και τα ξωτικά κυκλοφορούσαν ελεύθερα μέσα στο χωριό μέχρι τις πρωινές ώρες κι επέστρεφαν στις κατοικίες τους πριν λαλήσουν οι πετεινοί. Εάν επέστρεφαν μεν κατά το ξημέρωμα, αλλά μετά το λάλημα των πετεινών έχαναν τις μαγικές τους ιδιότητες και γίνονταν (σαν τις) απλές και συνηθισμένες γυναίκες.   

   Τις νύχτες με πανσέληνο, οι νεράιδες που τριγύριζαν στους δρόμους πήγαιναν και στο λεγόμενο “πηγάδι (= κρήνη) του Τσιουχαντάρη” με το αστείρευτο και μαγεμένο νερό, που βρισκόταν στο κέντρο του χωριού. Έβγαζαν τότε εκεί τα αέρινα κι αραχνοΰφαντα πέπλα που φορούσαν, τα άφηναν στην άκρη και λούζονταν όλες μαζί στη μεγάλη λεκάνη του.

    Κάποια φεγγαρόφωτη βραδιά που οι νεράιδες λούζονταν αμέριμνες, ξέγνοιαστες και χωρίς ενδύματα στην αναφερόμενη κρήνη, τις πλησίασε αθόρυβα μία κακιά και πονηρή γειτόνισσα γυναίκα κι άρπαξε το πέπλο τής ομορφότερης απ' αυτές. Τη νεράιδα αυτήν την έλεγαν Ρούσα και είχε μακριά ξανθά μαλλιά, που ήταν ριγμένα ξέπλεκα στην πλάτη της. Όταν η Ρούσα και ξανθομαλλούσα είδε την κακιά γυναίκα να έχει αρπάξει το πέπλο της, την ακολούθησε γρήγορα μέχρι το σπίτι της και την παρακαλούσε κλαίγοντας να της το επιστρέψει, αλλά μάταια. Αντιθέτως μάλιστα, μόλις η μικρή νεράιδα μπήκε στο σπίτι τής πονηρής γυναίκας, αυτή την έσπρωξε και την κλείδωσε μέσα στη “μεσάντρα” της (= μεγάλη ντουλάπα) και δεν την άφηνε να βγεί και να φύγει απ' εκεί.

    Ακριβώς τότε έφτασε στην κρήνη και η νεράιδα μητέρα τής Ρούσας, δεν βρήκε εκεί την κόρη της και αλαφιασμένη άρχισε αμέσως να την αναζητάει τραβώντας τα μαλλιά της και φωνάζοντας επανειλημμένα: “Ρούσα και ξανθομαλλούσα, που είσαι;”, “Ρούσα και ξανθομαλλούσα, που είσαι;”

    Η “φυλακισμένη” μικρή νεράιδα άκουγε με τρόμο και αγωνία τις σπαρακτικές φωνές τής μάνας της που την αναζητούσε κι έλεγε επανειλημμένα με την νεράιδινη γλώσσα της στην κακιά και πονηρή γυναίκα: “Άκου το μάνα που λαλεί”, “Άκου το μάνα που λαλεί”, δηλαδή, άκουσε τη μάνα μου που φωνάζει και άφησέ με να βγω έξω και να πάω κοντά της. Εκείνη όμως δεν την άφηνε να φύγει και τη φοβέριζε λέγοντας, πως αν απαντούσε θα της ξερίζωνε τα όμορφα μαλλιά της. Και η μικρή νεράιδα φοβόταν και δεν μιλούσε, μέχρι την ώρα που λάλησαν οι πετεινοί. Τότε, η νεράιδα μητέρα τής Ρούσας και οι άλλες νεράιδες και τα ξωτικά πρόλαβαν και γύρισαν εγκαίρως στα πράσινα λιβάδια και στα πυκνά δάση που κατοικούσαν, κι έκτοτε, λόγω της αναφερόμενης απαγωγής, δεν ξαναγύρισαν και δεν ξαναφάνηκαν ποτέ στο χωριό,  η όμορφη Ρούσα και ξανθομαλλούσα όμως δεν μπόρεσε να βγει απ' τη “μεσάντρα”, πριν το λάλημα των πετεινών, μεταμορφώθηκε αμέσως σε μια συνηθισμένη γυναίκα και παρέμεινε για πάντα σ' εκείνο το σπίτι.

    Ύστερα από λίγο καιρό, η νεράιδα Ρούσα και ξανθομαλλούσα παντρεύτηκε τον όμορφο γιό τής πονηρής και σκληρής γυναίκας, απόκτησαν μαζί πολλά παιδιά κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. 

Σημείωση.

Τα διαφορετικά στοιχεία μιας παραλλαγής του παραμυθιού:

 Οι νεράιδες που έμπαιναν τις νύχτες στο χωριό κυκλοφορούσαν με τις μορφές εξωτικών πουλιών και συνομιλούσαν με τη λαλιά τους, η δε Ρούσα και ξανθομαλλούσα όταν την καλούσε η μάνα της έλεγε στην κακιά γυναίκα,  "Άκου το πουλί που λαλεί".

Γιώργος Τ. Αλεξίου.











Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2023

Έκθεση για την 28η Οκτωβρίου 1940 του Γερμανιώτη μαθητή Δημοτικού Σχολείου Γιάννη Γ. Προδαφίκα (1977 – 2019).

 Θέμα:  Ένα γράμμα στα Ελληνόπουλα που πολέμησαν στα ελληνοαλβανικά σύνορα. 


 Θεσσαλονίκη 19 Οκτωβρίου 1987.

    Αγαπητά Ελληνόπουλα,  

    Ποτέ δεν φαντάστηκα σε ποιό σημείο αντοχής μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος όταν αγωνίζεται για την πατρίδα.

Απευθύνομαι σ' εσάς, που προσπαθήσατε να ελευθερώσετε την πατρίδα μας πολεμώντας γενναία στα ελληνοαλβανικά σύνορα, χωρίς ύπνο, ούτε μια μπουκιά ψωμί στο στόμα και πεθαμένοι απ' την κούραση. Πόσα και πόσα τραβήξατε μέσα στο κρύο και στο χιόνι, πάνω στα ψηλά βουνά όπως η πίνδος ! .Πολλοί από σας αφήσατε την τελευταία πνοή από πείνα, από κρυοπαγήματα και άλλες αρρώστιες ή από βόλια εχθρικά.

    Όμως η χειρότερη αρρώστια ήταν η γάγγραινα, που έπαιρνε στο δρόμο της τους γενναίους πολεμιστές και που μόνο με το κόψιμο του χεριού ή του ποδιού γλύτωναν. Σας φαντάζομαι να βαδίζετε παράξενα μέσα στο χιόνι, κουκουλωμένοι με τη χλαίνη και να παίρνετε χίλιες προφυλάξεις για να μη σας πάρουν είδηση οι εχθροί, προσπαθώντας να τους αιφνιδιάσετε. Σας ακούω να φωνάζετε “αέρα” σε επίθεση. Οι νικηφόροι αγώνες σας μας γεμίζουν συγκίνηση και ενθοσιασμό. Αισθάνομαι εθνική υπερηφάνεια για τα κατορθώματά σας. Σωστά είπαν τότε: ”Οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες”.

Θα σας θυμόμαστε πάντα και θα τιμούμε εσάς που αγωνιστήκατε για την πατρίδα και την ελευθερία μας.

Γιάννης Γ. Προδαφίκας.

Σημείωση.

Ο αείμνηστος Γιάννης Γ. Προδαφίκας (1977 – 2019) ήταν ένας φέρελπις Γερμανιώτης νέος, αξιολάτρευτος και πολύ αγαπητός στους συγγενείς, τους φίλους και τους γνωστούς του. Γεννήθηκε στη όμορφη Φλώρινα κι έζησε εκεί ευτυχισμένα παιδικά κι εφηβικά χρόνια. Αργότερα μετακόμισε με την πατρική του οικογένεια στη Θεσσαλονίκη. Ευρισκόμενος στη συμπρωτεύουσα ασθένησε σοβαρά και γι' αυτό επέστρεψε με τους γονείς του κι εγκαταστάθηκε στο αγαπημένο του χωριό, τον Γέρμα Καστοριάς, όπου ύστερα από μερικά χρόνια απεβίωσε κι ετάφη. Εις ανάμνησή του δημοσιεύεται ακολούθως μία αξιοπρόσεκτη μαθητική έκθεσή του (: Σκέφτομαι και Γράφω), που είχε γράψει στις 19 Οκτωβρίου 1987, σε ηλικία 10 ετών !



Τετάρτη 9 Αυγούστου 2023

Μία μικρή εικόνα τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου επάνω σε τάφο ευσεβούς γυναίκας.

Όλα όσα με την προσευχήν σας ζητείτε, πιστεύετε ότι θα τα λάβετε, και θα σας δοθούν από τον Θεόν”.

Ο Κύριος.

    Επάνω στον λιτό και απέριττο τάφο τής μακαρίτισσας Αντιγόνης Τ. Αλεξίου (1931 – 2023), που βρίσκεται στο σεπτό Κοιμητήριο του χωριού “Ο Γέρμας Καστοριάς”, είναι τοποθετημένη μία μικρή αγία εικόνα τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου. Την εικόνα αυτή την είχε η αείμνηστη Αντιγόνη, κατά τα τελευταία 15 χρόνια πριν απ' το θάνατο της, στο εικονοστάσι τής οικίας της, μαζί με άλλες εικόνες του Χριστού και αγίων Του. Ενώπιόν της η ευσεβής Αντιγόνη προσευχόταν “επτάκις” την ημέρα και ζητούσε από την εικονιζόμενη Παναγία να είναι ο θάνατός της “σαν της Παναγιάς”, δηλαδή ανώδυνος και ειρηνικός. Και όντως, η υπεραγία Θεοτόκος εισάκουσε, όπως κάνει πάντα, τις δεήσεις τής προσευχόμενης Αντιγόνης κι ο θάνατός της επήλθε στην ώριμη ηλικία των 92 ετών και, το σημαντικότερο, ήταν ανώδυνος, ειρηνικός, ανεπαίσχυντος και, σίγουρα, ακολουθούμενος από την καλήν απολογίαν της ενώπιον του πανάγαθου Θεού.

    Τα τέκνα της αείμνηστης Αντιγόνης Αλεξίου, έχοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, τοποθέτησαν την αναφερόμενη εικόνα τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου επάνω στον τάφο της, στη βάση του επιτάφιου Σταυρού, για να τη συντροφεύει και μετά το θάνατό της, όπως την συντρόφευε και την προστάτευε κατά την επίγεια ζωή της.

Γ.Τ.Α. 









Σάββατο 24 Ιουνίου 2023

Ευτράπελη παλαιά ιστορία από τον Γέρμα Καστοριάς.

 

    Την παλαιά εποχή και μέχρι το έτος 1960 περίπου, στον Γέρμα Καστοριάς, όπως βεβαίως και σε ολόκληρη την Ελλάδα, επικρατούσε μεγάλη φτώχεια. Οι γεωργοί και κτηνοτρόφοι τού χωριού μάλωναν τότε διαρκώς μεταξύ τους, κυρίως για τα βοσκοτόπια των αιγοπροβάτων και τα ποτίσματα των αγρών τους, αλληλομηνύονταν δε πολύ συχνά και πήγαιναν στο Ειρηνοδικείο τής Κλεισούρας για να επιλύσουν τις ασήμαντες διαφορές τους. Μερικοί όμως απ' αυτούς τους χωρικούς, οι πιο μοχθηροί, δεν ικανοποιούνταν απ' τις αλληλομηνύσεις και για να τιμωρήσουν τον αντίδικό τους εύρισκαν απίθανους κι ευφάνταστους τρόπους “εκδίκησης”. Οι ηλικιωμένοι Γερμανιώτες θυμούνται μέχρι σήμερα αρκετές τέτοιες ευτράπελες ιστορίες “εκδίκησης” και τις διηγούνται χάριν ευθυμίας στα καφενεία τού χωριού τους. Μιά τέτοια ιστορία είναι και η παρακάτω.

    Κάποτε, κατά τη δεκαετία του 1940, ο βοσκός Τζ. καυγάδισε για τα βοσκοτόπια τής περιοχής Κρανιάς με τους εξαδέλφους κτηνοτρόφους Σ. Επάνω στον καυγά τους οι εξάδελφοι Σ. ξυλοκόπησαν τον Τζ.. Τότε αυτός αποφάσισε να τους τιμωρήσει, χωρίς όμως να γίνει αντιληπτός. Και τι σκέφτηκε ο αφιλότιμος! Γνώριζε, ότι τα πρόβατα ενός κοπαδιού στο γειτονικό Κωσταράζι είχαν τη φοβερή μολυσματική ασθένεια “παρμάρα” και γι' αυτό βρίσκονταν απομονωμένα (σε καραντίνα). Μετέβη λοιπόν κρυφά στην “αλατσιά” τού άρρωστου κοπαδιού, μάζεψε απ' εκεί μολυσμένο αλάτι και κατόπιν πήγε κρυφά και το έριξε στην “αλατσιά” των εξαδέλφων Σ., για να το φάνε και τα δικά τους πρόβατα και να μολυνθούν κι αυτά. Όπως κι έγινε...

Λεξιλόγιο

Παρμάρα” (Λοιμώδης αγαλαξία – μυκοπλάσμωση): Μολυσματική ζωονόσος που μειώνει τη γαλακτοπαραγωγή των αιγοπροβάτων και ζημιώνει έτσι πάρα πολύ τον κτηνοτρόφο ιδιοκτήτη τους.

Αλατσιά” : Οι μεγάλες επίπεδες πέτρες επί των οποίων οι κτηνοτρόφοι σκορπούν το απαραίτητο αλάτι για να το φάνε τα αιγοπρόβατά τους.

Γ.Τ.Α.