Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν σε ένα ψηλό βουνό, μία πονηρή αλεπού, η Κυρά – Μάρω, κι ένας ανόητος λύκος, ο Κυρ - Νικόλας. Κάποια ημέρα η αλεπού πέρασε έξω από ένα μοναστήρι, βρήκε την πόρτα της εκκλησιάς του ανοιχτή και μπήκε κρυφά μέσα. Εκεί είδε μία μεγάλη μαλάθα (βεργόπλεχτο πανέρι), που είχε επάνω της πέντε λειτουργιές (πρόσφορα). Αμέσως η Κυρα-Μάρω άρπαξε γρήγορα-γρήγορα τη μαλάθα με τις λειτουργιές κι έφυγε τρέχοντας στο βουνό για να τις φάει αργότερα με την ησυχία της.
Την άλλη μέρα το πρωί η αλεπού πήρε απ' την κλεμμένη μαλάθα μια λειτουργιά και κάθησε να τη φάει. Τότε ακριβώς έφτασε εκεί ο κουμπάρος της ο λύκος για να την χαιρετήσει, είδε τις λειτουργιές και τη ρώτησε πού τις βρήκε. Και η αλεπού του είπε:
- Πήγα προχθές, Κυρ-Νικόλα, στην εκκλησιά κι έψαλα και γι' αυτό ο παπάς μού έδωσε πέντε λειτουργιές. Να πάς κι εσύ να ψάλεις για να σου δώσει κι εσένα μερικές λειτουργιές.
- Εγώ δεν είμαι καλόγερος και δεν γνωρίζω να ψέλνω, είπε ο λύκος. Αν πάω στην εκκλησιά θα με ιδεί ο παπάς και θα με κυνηγήσει.
- Μη φοβάσαι, του απάντησε η Κυρα- Μάρω, δεν θα σ' αναγνωρίσει. Θα φορέσεις ένα καλογερικό μαύρο ράσο, θα ανεβείς στο ψαλτήρι (αναλόγιο ψάλτου) και θα λες συνέχεια το καινούργιο τροπάριο που θα σου πώ εγώ τώρα:
- “Αλληλούια, πατριλούια, δω μ΄ (: δώσ' μου) παπά μια λειτουργούλα”.
“Αλληλούια, πατριλούια, δω μ΄ παπά μια λειτουργούλα”...,
ο παπάς θα σ' ακούσει και σου δώσει πέντε λειτουργούλες.
Και ο ανόητος λύκος έκανε αυτό που του είπε η Κυρα-Μάρω. Φόρεσε ένα καλογερικό ράσο, πήγε αγνώριστος στο μοναστήρι, ανέβηκε στο ψαλτήρι τής εκκλησιάς και άρχισε να λέει με την αγριοφωνάρα του το νέο τροπάριο:
- “Αλληλούια, πατριλούια, δω μ΄ παπά μια λειτουργούλα”.
Μόλις ο παπάς άκουσε τα παράξενα λόγια του λύκου, ξαφνιάστηκε, τον αναγνώρισε, οργίστηκε, και άρχισε να τον κυνηγάει και να τον δέρνει μαζί με τους άλλους καλόγερους μέχρι το βουνό.
Όταν ο λύκος έφτασε στο βουνό, πήγε δαρμένος και ντροπιασμένος στο λαγούμι τής αλεπούς και διηγήθηκε σ' αυτήν το πάθημά του. Και τότε η αλεπού για τον παρηγορήσει του είπε:
- Κουμπάρε μου Κυρ-Νικόλα, ο παπάς σε αναγνώρισε από τη χοντρή φωνή σου, γι' αυτό πρέπει πρώτα να την κάνεις ψιλή και ύστερα να ξαναπάς στην εκκλησιά να ψάλεις.
- Και πώς θα μπορέσω να κάνω τη φωνή μου ψιλή; ρώτησε ο λύκος.
- Θα πάς σε μια μυρμηγκοφωλιά, του είπε η αλεπού, θα βάλεις τη χοντρή γλώσσα σου στην τρύπα της, θα τη δούν τα μυρμήγκια και θ΄αρχίσουν να την τρώνε. Όταν τη φάνε αρκετά και τη λεπτύνουν, θα γίνει και η φωνή σου λεπτή και ψιλή.
Αμέσως ο λύκος, χωρίς να το καλοσκεφτεί, βρήκε μια μυρμηγκοφωλιά, έχωσε τη γλώσσα του στην τρύπα της και τα μυρμήγκια άρχισαν να τη δαγκώνουν με μανία μέχρι που την καταπλήγωσαν. Τότε ο λύκος, θέλοντας να γλυτώσει απ' τα μυρμήγκια και απ' τους φοβερούς πόνους της γλώσσας του, έτρεξε αμέσως σε ένα κοντινό ποτάμι και βούτηξε το κεφάλι του στο νερό. Απ' τη βιασύνη του όμως παραπάτησε, έπεσε στο βαθύ ρέμα και πνίγηκε.
Και από τότε έζησαν οι καλόγεροι και η αλεπού καλά κι εμείς καλύτερα.
Παρατήρηση.
Στον Γέρμα Καστοριάς παλαιότερα (και τώρα ;) τα μικρά παιδιά έλεγαν πολλές φορές και σε διάφορες περιστάσεις τη φράση “Αλληλούια, πατριλούια, δω μ΄ παπά μια λειτουργούλα”.
Σημείωση.
Το παρόν παραμύθι το κατέγραψε στον Γέρμα ο Γ.Τ.Α. στις 8 Φεβρουαρίου 2022.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου