Την παλαιά εποχή, πριν το έτος 1950, οι φιλόπονες νοικοκυρές του Γέρμα ύφαιναν στον αργαλειό τους κατά τη διάρκεια του Χειμώνα, λευκά πανιά άριστης ποιότητας και μ΄αυτά έφτιαχναν τα ασπρόρουχά τους, που ήταν κυρίως γυναικεία “πουκάμισα” (: μακριές πουκαμίσες) και ανδρικά “φανελοβράκια” (: ποδήρη εσώρουχα). Τα εν λόγω πανιά τα λεύκαιναν κατά τον μήνα Μάρτιο, όταν επέστρεφαν οι χελιδόνες από την Αφρική. Τότε οι γυναίκες έλεγαν στις θυγατέρες τους τα εξής:
“Ήρθαν οι χελιδόνες και μας προστάζουν να πάμε στο ποτάμι να λευκάνουμε τα πανιά μας. Ακούστε τι μας λένε:
Τσίκαρ – τσίκαρ,
τσίκαρ – τσίκαρ,
πήηήγα – ήηήρθα, (στην Αφρική)
μώρ' άπλυτη, μώρ' βρώμικη,
τα πανιά σου αλεύκαντα
στον πλακό ριγμένα.
Τσίκαρ – τσίκαρ,
τσίκαρ – τσίκαρ”.
Αμέσως μετά, οι γυναίκες του κάθε σπιτιού κατέβαιναν στο ποτάμι του χωριού κουβαλώντας μαζί τους ένα κακάβι (χάλκινο καζάνι) και τα άσπρα πανιά που επρόκειτο να λευκάνουν. Εκεί έφτιαχναν τον λεγόμενο “βούλκο” (= βούρκος) ως εξής. Γέμιζαν το κακάβι με νερό, έριχναν μέσα του μια μικρή ποσότητα διαλεγμένης βουνιάς (= σβουνιάς) βοδιού, τη διέλυναν πολύ καλά κι έτσι γινόταν ο “βούλκος”. Ακολούθως βύθιζαν όλα τα απρόρουχα μέσα στον βούλκο (!), τα ανακάτευαν καλά, και κατόπιν τα γαργαρόπλεναν στο διπλανό ποτάμι. Αυτή η διαδικασία γινόταν 3 – 4 φορές. Ακολούθως τα άπλωναν στον πλακό (: ξύλινος φράχτης) τού κήπου τους για να στεγνώσουν, τα έβλεπε ο ήλιος και γίνονταν όλα κάτασπρα.
Σημείωση: Η βύθιση των ασπρόρουχων μέσα σε (σ)βουνιά για να λευκανθούν είναι οπωσδήποτε παράξενη και δυσεξήγητη. Φαίνεται, ότι η αναφερόμενη σβουνιά θα έχει κάποιο χημικό στοιχείο που λευκαίνει τα ασπρόρουχα. Γ.Τ.Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου