Αδιά, η = η βιασύνη, η προχειρότητα. π.χ. μη κάμς ντ' δλιά σ' μι αδιά, θα γίν' στραβή.
Αδουκιούμαι, - ιέσι, - ιέτι = θυμούμαι. π.χ. Ώ Γιώργου, ιχτές είδα του πιδί σ' κι αδουκίθκα ισένα, όκαχτ' είστι !
Αδράχνω = καίομαι λίγο, επιφανειακά. π.χ. Έκατσα κουντά στου τζιάκ' για να πυρουθώ κι αδράχκι του πουδουνάρ' απ' του παντιλόν' μ' {: κάθησα κοντά στο τζάκι για να ζεσταθώ και κάηκε επιφανειακά η μία περισκελίδα τού παντελονιού μου) {προφανώς από το ρήμα δράττω = πιάνω}.
Αϊ-Δήμος, ο = το Άγιο Βήμα των ναών. π.χ. Μέσα στουν Αϊ-Δήμου βρίσκουνταν σήμιρα κι λειτούργησαν, ου Δισπότς μας κι τρείς Παπάδις.
Ακάτσωτος = ο ζωηρός, αεικίνητος και ζαβολιάρης νέος. // η ακατσωτιά = Το αθέλητο παιδικό παράπτωμα, η παιδική ζημιά. π.χ. (ομιλεί ο δάσκαλος στον πατέρα μαθητή του:) Ου γιός σ' είνι ακάτσουτους μέσ΄ σ'ν τάξ΄ τ', κάμ' πουλιές ακατσιουτιές, όλου σκώνιτι απ' του θρανίου τ' κι πειράζ' τ'ς σ'μαθήτριίς τ'. {: Ο γιός σου είναι πολύ ζωηρός μέσα στην τάξη του, κάνει πολλές αταξίες, συνεχώς σηκώνετε απ' το θρανίο του και πειράζει τις συμμαθήτριές του.
Αλάδωτος και αμύρωτος = αυτός που δεν έλαβε από τον ιερέα κατά τη βάπτισή του άγιο έλαιο και άγιο μύρο, ο αφώτιστος και δύστροπος άνθρωπος. π.χ. Φύγι απού μπρουστά μ', αλάδουτι, αμύρουτι.
Ανιμκιά, η (η ανεμικιά) = ο ανεμοστρόβιλος. π.χ. Λέει η γιαγιά στα εγγόνια της: Έμπατι μέσα στου σπίτ' γλήγουρα, γιατί έπιασι ανιμκιά, κι θα σας σκωσ' κι θα σας ανιβάσ' ουπάν στου λιφκάδ'!
Ανηχόρταβος, ο. {Αναχόρταγος ;} = Ο ακόρεστος, ο πλεονέκτης, ο ανικανοποίητος, ο αχάριστος. π.χ. Αυτός ου άνθρωπους είνι ανηχόρταβος, δεν χουρταίν' μι τίπουτα, τα θέλ' όλα θκα τ'.
Αποπιάνω = Ζητώ εξηγήσεις από κάποιον που με κακολόγησε αδίκως εν απουσία μου και διαμαρτύρομαι για αυτήν του την ανέντιμη πράξη. π.χ. Ου Γιώργους είπι στουν ξάδιρφου τ', ότι είμι ζουλουμκιάρς {: αρέσκομαι να προξενώ ζημίες στους ανθρώπους), του έμαθα κι πήγα κι τουν απόπιασα.
Άρα - Μάρα. = Ό,τι έγινε, έγινε, ας πάει στο καλό. π.χ. Έπισες πιδί μ' κι βάρισις πουλύ; Άρα - Μάρα ! Μη κλιές.
Άρμενος, ο. (ου άρμινους) = το χαμομήλι. Αρμενίζομαι = παθαίνω επιλόχια κατάθλιψη. Το ξαρμένισμα = χορήγηση αφεψήματος χαμομηλιού για ίαση λεχώνας που πάσχει από επιλόχια κατάθλιψη. π.χ. Αρμινίσκι η θυγατέρα μ' που είνι λιχώνα κι θα πάου να ντ δώσου άρμινουν.
Αστίζω (ή ασταίνω;) = εξάπτομαι συναισθηματικά, ερεθίζομαι σεξουαλικά, αφηνιάζω. π.χ. Αυτή η χήρα γυναίκα άστσι (άστισε) από του κάτσμου (κάτσιμο) και γυρεύ' να ξαναπαντρευτεί ! Αστζμένος (αστισμένος) = ο διεγερμένος, ο δυνατός και ατίθασος. π.χ. πώς αναψουκουκκίντσις έτσ' σαν αστζμένος;
Αχαριάζομαι = αναγουλιάζω. π.χ. Άμα θυμθώ του (τάδε) φαΐ αχαριάζουμι, μ' έρχιτι να ξιράσου.
Βαραίνω την καμπάνα = (μεταφορικώς) κοινοποιώ ένα μυστικό. Πχ. Μη λιέτι τίπουτα σ' αυτήν ντ γυναίκα, θα βαρέσ' 'ν γκαμπάνα" (θα το κοινοποιήσει παντού).
Βερβερίζω (βιρβιρίζου) = Πονάω υπερβολικά, τρέμω σύγκορμος από τον πόνο. π.χ. Πάτσα ιπικ(τ)ιώρ' ένα καρφί κι βιρβέρσα απού τουν πόνου. (: πάτησα προηγουμένως ένα καρφί και πόνεσα πάρα πολύ, τρέμω από τον πόνο)
Βούτσου, η (βούτσω) = η χοντρή και βρώμικη γουρούνα, η σκρόφα, και μεταφορικώς η εύσωμη και βρωμιάρα γυναίκα. /// Βουτσιούμαι, -ιέμαι = κυλιέμαι στα λασπόνερα. π.χ. Η βούτσου μας όλ'ν τ' μέρα βουτσιέτι στου αυλάκ' μι τς λάσπις.
Βρουχός, ο = το καλοπλυμένο ρούχο, το κάτασπρο, το πεντακάθαρο. (χρησιμοποιείται αποκλειστικά για ασπρόρρουχα) π.χ. Ιχτές πήγα στου πουτάμ' κι έπλυνα τα ρούχα μ', τα βάρισα πουλύ ώρα μι τουν κόπανου, βρουχός γίνγκαν. Τα γαργαρόπλυνα τα ρούχα μ' κ' ίνγκαν βρουχός.
Γαίμα = αίμα. Γήλιους (ήλιος). Γήμιρους (ήμερος). Γείνουρου (όνειρο). Γυφαίνου (υφαίνω). Γυνί (υνί), κ.ά. (Αρκετές λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν προφέρονται με ένα -γ- μπροστά τους).
Γαλοβύζι, το = το μπουκάλι θηλασμού των βρεφών, το μπιμπερό. π.χ. Αμόρ' Κούσιου {: Γλυκερία -Γλυκούσιω -Κούσιω}, δώσι μι του γαλοβύζ' για να του βάλου να βζαξ του τσιούτσιανου του πιδί. (μήπως λεγόταν αρχικώς γυαλοβύζ, δηλαδή γυάλινο βυζί;).
Γκότζβας, ο = ο κότσυφας. Π.χ. Ιχτές ήρθαν όξου απ' του σπίτ' μ', σμ πιρουγλιά μ' πέντ΄- έξ γκουτζβέ.
Γκουφάρι, το = ο γοφός. π.χ. Σιούκουσα μια πουλύ βαριά πέτρα κι μι πόνισι του γκουφάρ'.
Γκνούσας, ο : (κυριολεκτικώς) = ο έχων υπνηλία. /// Μεταφορικώς = ο νωθρός, ο αργοκίνητος. π.χ. Βάδιζι γλήγουρα, μη πιρπατάς σαν τουν γκνούσα.
Γκρινιάζει: Λέγεται για σωματική πληγή και σημαίνει τον υπερβολικό ερεθισμό της και την γάγγραινα. π.χ. μη πειράειζς του βάρεμα στου πουδαρ' σ', γιατί θα γκρινιάξ - θα γκρινιάξ κι θα στου κόψουν.
Γκυλνώ = κυλώ. Γκυλνιούμι = κυλιέμαι. Γκυλτζμένους = κυλισμένος. Γκυλιστήρ = κυλιστήρι (: ράβδος παιδικού παιχνιδιού με ρόδα στην άκρη της). Γκύλιαντρους = καρούλι με κλωστή ραψίματος.
Διαβάτης (ου διαβάτς) = (μεταφορικώς) πόνος περαστικός. Διαβαίνω = αναρρώνω, γίνομαι ξανά υγιής. π.χ. Μι πουνάει η μέσ', διαβάτς να είνι.
Διαλάζει = αστράφτει στον ουρανό, πέφτουν αστραπές (ίσως από το διαλάμπω). π.χ. Σήμιρα του προυί διάλαζι, του μισμέρ' μπουμπούντζι, του δειλνό έβριχι κι ύστιρα βήκι στουν ουρανό του δουξάρ'.
Διαολαριά, η ( από το διάολος) = η νεαρή γυναίκα, η κοπέλα που αρέσκεται να πειράζει τους άλλους και να αστειεύεται μαζί τους. π.χ. Σήμιρα του μισμέρ' ήρθαν τρεις διαουλαριές τς γειτουνιάς στου σπίτ' μ' κι μ' έφαγαν όλα τα δαμάσκνα.
Δραχμάμης, ο = Ο υπερβολικά φιλοχρήματος, ο τσιγκούναρος. π.χ. Αυτός είνι τρανός δραχμάμς, άμα ιδεί λιφτά τριλιαίνιτι, ούτι στουν άγγιλου τ' δε δίν' νιρό
Δυναστεύω = καταπονώ κάτι, το κουράζω. π.χ. Πιρπάτσα πουλί ιχτές, δυνάστιψα του πουδάρ μ' κι τώρα μι πουνάει.
Δώμ' του ψάρ΄ κι να τουν παρά, κι όχ' να τουν παρά και δώμ' του ψαρ' = δώσ' μου το ψάρι και να τον παρά,... π.χ. Τώρα τς γιουρτές που θα πας να ψνίσεις να θμάσι: Δώμ' του ψάρ΄, κ.λ.π.
Εμ αρνάτα, εμ μαλλάτα, εμ αρνί θηλκό. Το έλεγαν για κάποιον που ζητούσε μεγάλη προίκα για τον γιό του: Δηλαδή, ζητάει πρόβατα, που να έχουν, και αρνιά, και μαλλί, κι επί πλέον τα αρνιά τους να είναι θηλυκά !
Έμπιος, ο = το πύον. {αρχαιοελλ. "το πύος"= το σεσηπός αίμα, και "το έμπυον"= το γαλακτώδες τη ομοιότητι υγρόν}. π.χ. Ιχτές πάτ(η)σα ένα καρφί, που ήταν μουρντάρκου κι θυμουβόλτσι του πουδάρ' μ' κι σήμιρα έτριξι έμπιος.
Ζιαμπουλιάζω = ζουλίζω ένα φρούτο, ένα αντικείμενο που έχει μαλακή υφή. π.χ. Τα θκα σ' τα λόια σύκα κι ζιαμπουλιάζουνται, τα θκα μ' καρύδια κι ρουπουτούν {: τα δικά σου τα λόγια είναι σαν τα σύκα που ζουλίζονται αθόρυβα, ενώ τα δικά μου είναι σαν τα καρύδια που σπάζουν και κάνουν θόρυβο} (λαϊκή παροιμία).
"Ζιάρη στην καρδιά” = αναμμένα κάρβουνα στην καρδιά {: πολύ μεγάλη συναισθηματική πίεση, ψυχικός πόνος). πχ. Γιατί φουνάιζς τόσου; δε σ' έβαλα κι ζιαρ' σν γκαρδιά ! {Τυπική έκφραση).
Ζιούλα, η = το υπερώριμο φρούτο, συνήθως αχλάδι. π.χ. Ιχτές πήγα στου χουράφ' μ', ανέφκα' σντ γκουρτσιά μ' κι έφτασα {= έμασα} πεντ' - εξ ζιούλις.
Ζιούπος, ο = ο πολύ κοντός άνθρωπος, ο βραχύσωμος. π.χ. Αμπρουστά πιρπατούσι ένας αψηουλός άντρας κι απού πίσου τ' τουν ακλουθούσι ένας ζιούπους, που δεν φαίνονταν απού ντ' γης.
Ζμάτζμα. Ζούλγμα. Ζούπμα. π.χ. Τα ρούχα μας θέλουν ζμάτζμα (ζεμάτισμα) στου κακάβ, τα μήλα μας θέλουν ζούλγμα (ζούλιγμα) για να φτάσουν (ωριμάσουν), και η πίτα θέλ' ζούπμα (τρύπημα) για να ψηθεί καλά.
Ζουλουμκιάρης, ο = Αυτός που αρέσκεται να προξενεί ζημίες, να βλάπτει τους ανθρώπους. π.χ. Ου ξάδιρφους μ' είνι ζουλουμκιάρς άνθρουπους, αφήν΄ τα πρόβατά τ΄ να φαν' τ' κόσμ' τα γινήματα.
Ζουλνώ = ζουλώ, ζουλίζω, πιέζω με το χέρι μου κάτι εύπλαστο και μαλακό όπως η σάρκα. π.χ. Όταν ζουλνώ του πουδάρ' μ', πρήζιτι κι μι πουνάει.
Θέλνου (=θέλω). Θέλνν (θέλουν) (με δύο -ν-). Λύλνου (= λύνω). Λύλνν (= λύνουν). Δέλνου (= δένω).δέλνν (= δέλνουν). κ.ά.
Θυμοβολάει (η πληγή) = ερεθίζεται, πρήζεται, κοκκινίζει. π.χ. Ιχτές βάρισα του πουδάρ' μ' κι σήμιρα θυμουβόλτσι κι μι πουνάει.
Ιπικιώρ και ιπιτιώρ = πρωτύτερα, προηγουμένως.// π.χ. Είδα ιπικιώρ τουν Γιάνν' κι ήταν αξούρστους ! Πώς πήγι έτσ' σ'ν εκκλησιά;
Ισκιόβουλο, το = ο σκυθρωπός, αγέλαστος και απλησίαστος άνθρωπος. π.χ. Στουν γάμου ήταν και η – τάδε - (γυναίκα), κάθουνταν μόναχ' σ'ν άκρα σαν ισκιόβουλου. {: Στον γάμο ήταν και η – τάδε -, καθόταν μόνη στην άκρη σαν ισκιόβουλο}.
Καθαρίζω = (μεταφορικώς) ευνουχίζω μικρό ζώο, συνήθως γουρούνι και σκύλο. π.χ. ταχιά θα καθαρίσουμι του γουρούν' μας.
Κακουλαλώ (κακολαλώ) = κατηγορώ κάποιον αδίκως εν απουσία του. π.χ. Τώρα μόλις πιγκώθκα, κάποιος μι κακουλάλτσι. (: Τώρα μόλις κατάπια στραβά τη μπουκιά μου, κάποιος θα με κατηγόρησε άδικα).
Κανιάζω = κλαίω γοερά επί πολλή ώρα. π.χ. του μκρο του πιδί ξύπνησι κι κάνιασι να κλιαίει.
Καρακόθκα (καρακόπηκα;) = έχω έντονον παροδικόν μυϊκόν πόνο στον αυχένα, στην ωμοπλάτη, στη μέση, λόγω ψύξης ή έντονης εργασιακής καταπόνησης τής αντίστοιχης σωματικής περιοχής. π.χ. Κρύουσα πουλύ ιχτές σντ' δλειά μ', ίδρουσα κι καρακόθκα στου σβέρκου. Τώρα δεν μπουρώ να γυρίσου του κιφάλ μ', ούτι δέξια, ούτι ζέρβα. (κάρα + κόπηκα = “κόπηκε” η κεφαλή μου; ή έπαθα μαύρο “κόψιμο”;).
Κατράναβους, ο = μαύρος σαν το κατράμι. Μεταφορικώς = δυστυχισμένος, ταλαιπωρημένος, π.χ. Ου κατράναβους ου Γιώργους έχασι ντ' γυναίκα τ'.
Καχίρ, το = σοβαρή ασθένεια, ο καρκίνος. π.χ. Να μη στιναχουριέσι πουλύ, γιατί θα βγάλτς κανά καχίρ.
Καψοπαίδι, το = το "καμένο", το δυστυχισμένο, το ταλαιπωρημένο παιδί. π.χ. Τί να κάμ' κι αυτό του καψουπαίδ΄ ! πέθαναν οι γουνείς τ' κι απόμκι μόναχου στουν κόσμου. {: Τι να κάνει κι αυτό το δυστυχισμένο παιδί ! πέθαναν οι γονείς του και έμεινε μόνο του στον κόσμο}.
"Κοιμάται η καρδιά μου" = Υπνοβατώ. π.χ. Ιχτές του βράδ' "κοιμάταν η καρδιά μ'". Σκώθκα απ' του κριββάτ' κι βήκα όξου απ' του σπίτ' μ' κι παραλαλούσα. Ιυτυχώς δεν μι μίλτσι καένας. Αν μι μιλούσι θα πέθινα.
Κωλοσούρας, ο = Αυτός που δουλεύει ανόρεχτα, χωρίς ενθουσιασμό, που κωλυσιεργεί, που καθυστερεί στην εργασία του. π.χ. Ανάγκαζε {= δούλευε γρήγορα}, κωλοσούρα, θα μας πάρ' η νύχτα κι δεν θα τελειώσουμι ντ δλειά μας.
Κοίτας, το, και "η κοίτας" = η κατάκλιση ασθενούς ή γέροντα. π.χ. πέθανι, δεν άντιξι, τουν έφαγι του κοίτας. "Να σι φάει η κοίτας" (: κατάρα).
Κουτώ = τολμώ, έχω το θάρρος, έχω τη δύναμη, “έχω τα κότσια”. π.χ. Αν κουτάς πάλιψι μι τουν Φώτ'. Δεν κουτώ ν΄ανέβου σ΄ αυτό του ψηουλό του δέντρου. Προέρχεται απ' την αρχαιοελληνική λέξη “κότος” = η οργή, ο θυμός, το θάρρος, η τόλμη.
Κώσα, η = η πλεξούδα, η κοτσίδα στα μαλλιά των γυναικών. π.χ. Η θκιμ η θυγατέρα φκιάν δυό τρανές κώσις στα μαλλιά τς, 'μ πρέπουν καλύτιρα
Κουλάι = εύκολα, γρήγορα. π.χ. Δεν πιρνάει κουλάι αυτός ου χμώνας.
Κουρεμός, ο = Πάλι καλά, έστω κι έτσι. π.χ. Πήγα να μαζέψου καρύδια και μάζιψα μόνι 2 κιλά, κουρεμός. Ου Κίτσιους παντρεύκι στα 50 τ΄χρόνια, κουρεμός.
Κρανίζω = δειλιάζω, φοβούμαι και υποχωρώ. π.χ. Είδα ιχτές στου δρόμου μ' μια τρανή αρκούδα κι τα κράντσα, γύρσα γλήγουρα πίσου στου σπίτ' μ'.
Λιάκατα, τα = τα εντόσθια (ως σύνολο) των ζώων και σπανίως των ανθρώπων. (πρόκειται για ηδιαστικό, απαξιωτικό και περιφρονητικός αυτός ο χαρακτηρισμός τους). π.χ. Ιχτές του προυί πάτσα μι του αυτουκίνητου μ' μια γκαχιλώνα κι βήκαν απού 'νγκλιάτς τα λιάκατα. (Η λέξη δεν απαντάται στον ενικό αριθμό).
Λευτάρι, το = ο λεβέντης έφηβος και η λεβέντισσα έφηβη. π.χ. Ιχτές είδα τουν μκρόν τουν γιό σ' κι τουν καμάρουσα, λευτάρ' ίγκιν !
Λιθοπάτημα, το = η φλύκταινα στο πέλμα του ποδιού. π.χ. Πιρπάτσις ξπόλτους στου δρόμου κι έβγαλις λιθουπάτμα σν πατούνας, να βάλτς στουμπζμένου πιντάνιβρου για να διάβς.
Λύσα, η (η λύση;) = Η κοιλότητα του ποδιού που βρίσκεται στην κορυφή της γάμπας, πίσω ακριβώς από το γόνατο. π.χ. Του φουστάν' τσ' (= το φουστάνι σου) είνι πουλύ κουντό κι φαίνουντι οι λύσις σ').
Μάξους = επίτηδες. π.χ. Η Μαρία μάξους έβαλι αυτό του όμορφου φουστάν', για να του ιδεί η Λιένη κι να ζηλέψ'.
Μαρμάναχος, ο = Ο ολομόναχος κι έρημος άνθρωπος, ο ταλαιπωρημένος, ο δυστυχισμένος. π.χ. Οι Γιρμανοί σκότουσαν του πιδί μ' κι μ' άφκαν μαρμάναχου μ'. (= Οι Γερμανοί σκότωσαν το παιδί μου και με άφησαν έρημον και μόνον μου.)
Μασκαράς, ο = ο ξεδιάντροπος, ο ξεφτιλισμένος, ο ανήθικος άνθρωπος. Π.χ. “Καλύτιρα να πιθάνου τιμημένους, παρά να ζω μασκαριμένους". (λαϊκή παροιμία).
Μέτα = ξανά, πάλι. π.χ. Ω Γιώργου, τράβα στου σπίτ' σ' να φας κι έλα μέτα ιδώ για να μι βοηθήεις στουν μπαχτσιέ. (Όπως στο "μετακάνω" = ξανακάνω και στο "μεταπίνω" = ξαναπίνω, κ.λ.π.).
Μονάδες μέτρησης των τριών διαστάσεων : 1 τρίχα. / 1 ράμα. / 1 αγκίδα. / 1 νύχ’. / 1 δάχτυλου. / 1 φουρκή. / 1 απαλάμ’. / 1 πατούνα. / 1 κιφάλ’. / 1 πήχ’. / 1 αγκώνας. / 1 χέρ’. / 1 γόνα. / 1 πουδάρ. / 1 δρασκλιά. / 1 μπόι. / 1 ξυάλη. (1 = ένας , μία , ένα).
Μούρμουρο, το = το άπειρο σύνολο εντόμων και λοιπών ζωυφίων της γης. π.χ. Μαζώχκι πουλύς κόσμους ν΄ ακούσ' 'ν ουμιλία τ' προυθυπουργού, τς γης του μούρμουρου. {ίσως είναι ενικός αριθμός της λέξη "τα μουρμούτσια", που σημαίνει ένα μεγάλο σύνολο εντόμων και ζωυφίων}.
Μούρσια, η = Η ανοιχτή σωματική πληγή και μεταφορικώς το γυναικείο αιδοίο. π.χ. Αυτός αρραβουνιάσκι ιπρουχτές κι τώρα δεν βγαίν' όξου, έπισι μι τα μούτρα στ' μούρσια.
Μουρσιώνω, - ομαι = Πληγώνω, - ομαι στο σώμα. π.χ. Γλύστρησα κι πηδικώθκα (: σκόνταψα) κι μούρσιουσα τς μύτις μ'.
Μουρσίζομαι και μουρσιούμαι = αρταίνομαι, καταλύω τη νηστεία, πληγώνομαι στην ψυχή. π.χ. Ιγώ ιφέτους δεν μουρσίζουμι (ή δεν μουρσιούμι), νηστεύου, δεν τρώου κριάς.
Μουσμούτι το (μουσμούτ') = το μικρό ποντικάκι και κάθε άλλο ζωάκι που χώνει παντού τη μουσούδα του για να βρει τροφή. Μεταφορικώς: ο μικρόσωμος, ισχνός και κακεντρεχής άνθρωπος που ασχολείται με ξένες υποθέσεις, ο διαβολέας. π.χ. Ου Νίκους είνι τρανό μουσμούτ', μι κατηγόρσι άδικα στουν ξάδιρφου μ' κι μας έβαλι να μαλώσουμι.
Μπουχνίζω (όχι μπουχτίζω) = σκεπάζω τελείως την κατσαρόλα μόλις βράσει το φαγητό για να "μπουχνίσει", να μην φύγει ο ατμός του. ( Ίσως από το αχνίζω;).
Μωρόξινος, ο = ο γλυκόξινος, -η, -ο .(ου Μουρόξνους, η μουρόξν, του μουρόξνου). π.χ. Έχου μια μπλιά που κάμ μουρόξνα μήλα {: Έχω μία μηλιά που κάνει μωρόξινα {= γλυκόξινα} μήλα}.
Να σι φλαγ' ου θιός απού παλιόν ζουτλάρ κι κινούργιουν νοικουκύρ". = Να σε φυλάγει ο Θεός από παλιό ζήτουλα και καινούργιον νοικοκύρη. (Παροιμία).
Νοικοκυράτα, τα (τα νγκουκυράτα) = τα σκεύη της νοικοκυράς ως σύνολο, τα κουζινικά. π.χ. Πήγα ιχτές στου παναήρ' κι αγόρασα πουλλά νγκουκυράτα: έναν τέντζιαρ', ένα τηγάν', πέντε χλιάργια, πέντι βελούσκις.
Νταουλτζιάς, ο = θανατηφόρα απροσδιόριστη ασθένεια, {προέρχεται μάλλον από τη λέξη νταούλι (μεγάλο τύμπανο), επειδή η κοιλιά του άταφου νεκρού φουσκώνει σαν το νταούλι}. π.χ. Μη κάθισι γιδρουμένους στουν αέρα, γιατί θα σι βαρέσ' νταουλτζιάς, θα σμάσεις τουν σβέρκου σ'.
Ξαρμένισμα, το = Η θεραπεία με άρμενον (χαμομήλι) μιας λεχώνας που πάσχει από επιλόχια κατάθλιψη. π.χ. Αρμινίσκι η αμψιά μ' που είνι λιχώνα κι πήγα κι ν΄ ξαρμέντσα για να γίν' καλά. = Αρμενίστηκε (αρώστησε από επιλόχιο κατάθλιψη) η ανεψιά μου που είναι λεχώνα και πήγα και την πίεσα να μυρίσει και να να πιεί χαμομήλι για να θεραπευτεί.
Ξαρχαίνω, - ομαι (ξαρχαίνου, - ουμι) = Προσφέρω κρύο πόσιμο νερό σε κάποιον, δροσίζω με νερό το πρόσωπό του, την κεφαλή του. Και μεταφορικώς, “πηγαίνω” με ακατάλληλη γυναίκα. π.χ. Όταν κάμ' πουλύ ζέστα ξαρχαίνω τουν πάππου μ' μι κρύου νιρό. Ισύ είσι λιβέντς, μη “παέντς” μ' αυτήν ντ βρουμιάρα ντ γυναίκα κι 'ν ξαρχαίντς. (ίσως από τη λέξη “αρχάδα”, που σημαίνει δροσερότητα).
Ξενομώ = 1) Φεύγω αναγκαστικά μακριά από κάπου. 2) αποδιώχνω κάποιον από κοντά μου. π.χ. Ξινόμσα σν Αμιρική για να ζήσου καλύτερα. Ρίχνου πέτρες για να ξινουμήσου τα πλιά απού του χωράφ' μου.
Ξιζμώ (: Ξεοσμώ) = ξεοσμίζω, χάνω την οσμή μου, εξατμίζομαι. π.χ. Στούπουσι του μπουκάλ' μι του ξύδ' γιατί θα ξιζμίσ' (: στούπωσε το μπουκάλι του ξυδιού γιατί θα ξεοσμίσει).
Ξεπαριασμένος = ξεπαραδιασμένος, ανυπόληπτος, ξεφτιλισμένος, αναξιοπρεπής. π.χ. Δεν θα παντρέψου ιγώ τ' θκι μ' τ' θυγατέρα μ' αυτόν τουν ξιπαριασμένουν.
Ξισφίγγς, ο (: ξεσφίγγης) = ο πολύ αδύνατος και αδύναμος άνθρωπος, που βαδίζει τεμπέλικα και με ατονία. π.χ. κοίταξι τουν ξισφίγγ', απού 'ν τιμπιλιά τ' δεν μπουρεί να σμας του παντιλόν' τ' κι να σύρ' τα πουδάρια τ'.
Ξιζουλνώ = πληγώνω επιφανειακά το δέρμα μου. π.χ. Έπισα, βάρισα κι ξιζιουλίσκα λίγου στου χέρ' μ'.
Όκαχτος = ολόιδιος. π.χ. Ισύ είσι όκαχτους μι τουν μπάρμπα σ'.
Ολυμπία, η, {αποκαλείται Λυούμπου (Λιούμπω) και η Ολυμπιάδα αποκαλείται Λυμπιάδα}.
Ότ' είπα κι ότ΄ δεν είπα, νιρό κι άλας να γένουν. {: Το λένε οι γυναίκες που έχουν πει “άπριπα λόια" και μετανιώνουν γι΄αυτό}. π.χ. Δεν έπριπι να τουν πω αυτόν τουν λόγου, στάχτ' στου στόμα μ'.
Ουκνεύου = βαριέμαι, τεμπελιάζω. π.χ. Δεν κοιμήθηκα ιψές του βραδ' κι τώρα οκνεύου να σκουθώ απ' του κριββάτ'.
Παθμένους, ου (: παθημένος, ο) και "ου παθήσιους" (ο παθήσιος) = ο άνθρωπος που πάσχει από κάποιο σοβαρό και χρόνιο νόσημα. π.χ. Αυτός ου άντρας δεν μπουρεί να δλεψ στα χουράφια, ιπειδή είνι παθμένους. Αυτή η γυναίκα δεν γυφαίν' στουν αργαλειό, ιπειδή είναι παθήσια.
Παρμακλίκια, τα = τα παντζούρια, τα διάκενα σε πόρτες και παράθυρα. π.χ. Θέλου να φκιάσου δυο παραθύρια μι παρμακλήκια.
Πλάνος, ο = το δόλωμα για άγρια θηρία. π.χ. Ιχτές έβαλα πλάνου όξου απ' του μαντρί μ' ένα ψόφιου αρνί, κρύφκα κι πιρίμινα να 'ρθει ου λύκους κι μόλις ήρθι τουν σκότουσα μι του δίκανου.
Πιδικώνομαι (: πεδικλώνομαι) = σκοντάφτω. π.χ Βγιάσκα (βιάστηκα) να πάου στου σκουλειό κι πιδικώθκα απού μια πέτρα
Πίπκα, τα = ξαπλωμένος μπρούμυτα, πρηνηδόν. π.χ. Ιγώ κοιμούμι τα πίπκα, ιπειδή μι πουνάει η ραχ'.
Πιπκώνω = καταπίνω την τροφή βιαστικά και αμάσητη. π.χ. Όταν ξυπνήσου αργά, πιπκώνω ψουμουτύρ κι πχιαλώ στου χουράφ'.
Ποτούρι, το = είδος μάλλινου παντελονιού, που ήταν φαρδύ στο επάνω μέρος και στενό στο κάτω. Το φορούσαν πριν από το έτος 1940 οι άνδρες γεωργοί στον Γέρμα Καστοριάς. Οι κτηνοτρόφοι φορούσαν φουστανέλες. π.χ. Ου γιός μ' πήρι προίκα τρία πουτούρια, τα δυο είνι μαύρα κι του ένα άσπρου. (: Ίσως από την αρχαιοελληνική λέξη "ποτήριον", που σήμαινε "και το εξ ερίων ένδυμα, επεί ποτέ έριον ην".
Πισνικοθέρμη, η = η οκνηρία, η τεμπελιά (ειρωνικώς). {από το πισνίκι = ψωμί, και από τη θέρμη = πυρετός}. π.χ. - Γιατί Γιουργάκ' δεν ήρθις ιχτές στου σχουλείου; - Ήμαν άρρουστους, Κύριι. - Τί είχις; πισνικουθέρμ';
Πλύσιμο, το = μεταφορικώς η έναρξη της έμμηνης ρύσης των κοριτσιών, η ενηλικίωσή τους. π.χ. Η ανιψιά μ' τράνιψι πουλύ, “πλύθκι” πέρσ'. (Η ανεψιά μου μεγάλωσε πολύ, “πλύθηκε” πέρυσι).
Πυτιά, η (πτυά) = το περιεχόμενο του στομαχιού, η τροφή που βρίσκεται στο στομάχι. π.χ. μη κρέμισι πιδί μ' απ' του δέντρου μι του κιφάλ' σιακάτ', γιατί θα γυρίσ' η πτιά σ' ανάπουδα.
Πυρώνω, -ώνομαι = βάζω κάτι κοντά σε φωτιά για να ζεσταθεί. π.χ. Κρύουσα κι για ταύτου έκατσα κοντά στ' φουτιά, για να πυρουθώ.
"Ραγίζω την καρδιά" (: ραΐζου 'ν γκαρδιά) = στενοχωρώ κάποιον πάρα πολύ. π.χ. "Ου μακαρίτς ου άντρας μ' πουτέ δεν μι ράγσι 'ν γκαρδιά", "σι ράγσι όμους τα πλιβρά (: πλευρά)", απαντούσε ψιθυριστά η κακεντρεχής γειτόνισσά της.
Σαρκώνω = τρώω καλή τροφή για να αυξηθεί η σάρκα τού σώματός μου, για να αποκτήσω δύναμη. π.χ. Θα φάου φαΐ με κριάς για να μι σαρκώσ'. Να φας τυρί για να σι σαρκώσ'.
Σειησμάρα= ψυχική ταραχή, συναισθηματική αναστάτωση. π.χ. Μι είπι κάτ' λόϊα η Λυμπιάδα κι μι σείησι, απού σειησμάρα να μη γλυτώσ'.
Σκαλιουρνώ και σκαλιουρίζω = δίνω τις πρώτες ευχές σε νεόνυμφους.
Σκαλιώρα, η (εις καλή ώρα;) = η πρώτη επίσκεψη Γερμανιωτών σε οικία νεοαρραβωνιασμένων και νεόνυμφων για να τους συγχαρούν (τους νεοαρραβωνιασμένους και τους νεόνυμφους) και να τους ευχηθούν αναλόγως. π.χ. Απόψι θα πάνου στου σπίτ' τς ανιψιάς μ' π' αρραβουνιάσκι, για να τ' σκαλιουρίσου.
Σκανντλήθρα, η (σκαντηλήθρα) = Η σπίθα ξύλων που καίγονται στο τζάκι. π.χ. Μη συμπάς (: ανακατεύεις, σκαλίζεις) τα ξύλα που καίουντι στου τζιάκ, γιατί πιτάζουντι σκαντλήθρις.
Σκούπιρο, το = το μικρό σκουπίδι, κάτι που έχει μικρόν όγκο.
Σοφολογώ = επινοώ, εφευρίσκω. π.χ. Πώς του σουφουλόησις αυτό του κέντημα; Πώς του σουφουλόησις αυτό του ιργαλείου!
Σπάζω = τρυπάω κάτι με λεπτό αιχμηρό αντικείμενο. π.χ. "αν μι σπάσεις μι βελόνα, θα σι σπάσω μι Σακοράφα" {: άν με σπάσεις με βελόνα, θα σε σπάσω με Σακοράφα}. Για την έννοια της λέξης "σπάζω" χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά η λέξη "τσακίζω".
Σπαράζω = σκουντώ ελαφρώς κάποιον, τον αγγίζω με το χέρι μου, τον κουνώ λίγο και τον σπρώχνω ελάχιστα. πχ. Μη σπαράζεις του γιντσιάρκου (: το νεογέννητο) του πιδί που κοιμάτι, γιατί θα ξυπνήσ'.
Στοιχιούμαι (στχιούμι) = αναλαμβάνω εργασία ως βοσκός προβάτων για τη θερινή περίοδο. π.χ. Κάθι χρόνο στχιούμι τζιουμπάνους στουν Διουέν' (Διογένη), ιφέτους θα στχθώ στουν Χαρίλα. Μια χρονιά στχίθκα στουν Μινέλα (Μενέλαο).
Στουπώνω = βουλώνω, κλείνω με τάπα ή με καπάκι ένα δοχείο, ένα μπουκάλι κ.λ.π.
Συρμί, το = επιδημία συνάγχης, ελαφρά γρίπη. Π,χ. Ιπέρσ' που μ' έπιασι του συρμί έκαμα ένα μήνα να διάβου (: να γίνω υγιής).
"Του στρώνου τς πουδαριάς” (: Το στρώνω τής ποδαριάς) = α) φεύγω από κάπου τρέχοντας β) κυνηγώ κάποιον. π.χ. Είδα στον δρόμο έναν μεγάλο σκύλο και "τό 'στρωσα τς πουδαριάς". Τον συνέλαβα να κλέβει και "τουν έστρωσα τς πουδαριάς" {κοινή έκφραση στον Γέρμα Καστοριάς}
Του σκλι θελ' να εχ' τ' αφεντικό τ' πουλλά πιδιά για να παίζ' (το σκυλί) μι τ' αυτά (με τα παιδιά), ινώ η γάτα δεν θέλ' να εχ' τ' αφεντικό τς πιδιά για να παίζ' (το αφεντικό της) μι τ' αυτήν. {: Το σκυλί θέλει να έχει ο ιδιοκτήτης του πολλά παιδιά για να παίζει μαζί τους, ενώ η γάτα δεν θέλει να έχει ο ιδιοκτήτης της παιδιά για να παίζει μ' αυτήν}. Λαϊκή παροιμιακή φράση.
Τριχούλ', το= μικρός τροχός, ρόδα, και μεταφορικώς ο κοντόχοντρος άνθρωπος (!). π.χ. Ιφέτους τάισα πουλύ του γουρούν' μ', τριχούλ' του έκαμα. Πώς χόντρινι ετς ου Γιάνντς, τριχούλ' γίνγκιν.
"Τρουίρου - ίρου" = τριγύρω - γύρω, ολόγυρα. π.χ. η αλούπα ιψές πχιαλούσιν όλ' 'ν νύχτα τρουίρου - ίρου στου κουμάσ', για να βρει να φάι καμι' αρνίθα. {= η αλεπού χθές βράδυ έτρεχε όλη τη νύχτα γύρω - γύρω στο κοτέτσι, για να βρει να φάει καμία κότα.}
Τσιαταμπόντς, ο (τσιαταμπόνης).= Ο οργανοπαίκτης λαϊκής κομπανίας χάλκινων μουσικών οργάνων. π.χ. Ιψές γλιντούσα μέχρι του προυί. Οι τσιαταμπόνδις βάριναν τα όργανα κι εγώ χόριυα.
Τσιατούρι, το = πήλινο δοχείο νυκτός για υπέργηρο άνθρωπο ή για κατάκοιτο ασθενή. π.χ. είνι πουλύ άρρουστους, τουν βάνουν του τσιατούρ'. Ο τσιατούρας = αυτός που πάσχει από ακράτεια ούρων.
Τς κλιάς (: της κοιλιάς) = η ξαπλωμένη θέση του σώματος με την κοιλιά προς τα κάτω, η στάση μπρούμυτα. π.χ. Ιχτές πέρασάμι πουλύ καλά στου βνο, ήμασταν ολ' μέρα ξαπλουμέν' τς κλιάς. Ξικαρδίσκαμι απ' τα γέλια, έπισάμι τς κλιάς.
Τσιουτνιάζω (: τσιουτινιάζω) = αναρριγώ, ανατριχιάζω από κρύο ή από πυρετό. π.χ. Έπισι πουλύ χιόν' κι τσιουτνιάζου απ' του κρύου. Θα πέσου να κοιμθώ, γιατί έχου θιρμασιά κι δεν αντέχου του τσιουτίνιασμα.
Τσιτσιδόνα, η = Η καρδερίνα. π.χ. Μια τσιτσιδόνα έφκιασι τ' φουλιά τς σ'ν μπλιά μας (: στη μηλιά μας) κι έχ' μέσα 4 - 5 όμουρφα τσιτσιδουνούλια.
Φράγκ'κ πιπιριά (: Φράγκικη πιπεριά) = η καυτερή πιπεριά. π.χ. Έριξα στα φασούλια όταν έβραζαν μια φράγκ'κ' πιπιριά κι όταν τα έφαγα μ' έκαψαν πουλύ, βήκαν τα μάτια μ' όξου.
Φράγκος= ο υπερβολικά ευέξαπτος, ο πολύ οργισμένος και σκληρός άνθρωπος. π.χ. Όταν ου μπάρμπας μ' έμαθι ότι τουν έκλιψαν του άλουγου τ', θύμουσι πουλί, φράγκους ίνγκιν.
Χαροκοπιά, η = η ανεξήγητη υπερβολική ευθυμία, η αναίτια ψυχική ευφορία. [Χρησιμοποιείται με σκεπτικιστή διάθεση] . π.χ. Τί χαροκουπιά είνι αυτή που μας βρήκι σήμιρα! σι καλό να μας βγει.
Χειρότχια = γάντια // πουδήματα = υποδήματα, παπούτσια // κουλόβιου, το = πουλόβερ. π.χ. Ιχτές πήγα στου Παζάρ' κι ψούντσα ένα ζιβγάρ' χειρότια, ένα ζιβγάρ' πουδήματα κι ένα πράσνου κουλόβιου. // Πουδένου = φοράω τα παπούτσια μου. π.χ. Στέκα λίγου να πουδέσου τα παπούτσια μ' = περίμενε λίγο για να φορέσω τα παπούτσια μου. // Πουδιμένος = ο φορών παπούτσια. // Ξιπόδιτος = ο ξυπόλυτος.
Χουρχουλάζω = κοχλάζω. π.χ. τα φασούλια χουρχουλάζουν πουλύ ώρα, βγάλ' τουν τέντζιαρ' απού τ' φουτιά.
Ψιχοπιάνομαι = ενδυναμώνομαι σωματικά, τονώνομαι. π.χ. Κόπκα απού τ' νηστεία, κι θέλου να φάου λίγου χαλβά για να ψιχουπιαστώ.
Ω΄ : Κλητική προσφώνηση: Τα αρσενικά και τα ουδέτερα ονόματα με το άρθρο - ω -, ενώ τα θηλυκά με το – μω - και με το αμόρ'. π.χ. Ω' Γιώργο, έλα ιδώ. /// Ω' παιδί, φόρισι τα παπούτσια σ' /// Μώ Λιένη, πήγινι κεί./// Aμόρ' Χρυσούλα, διάβασι του βιβλίου σ'. [Το αμόρ' ίσως από το αμόρε].
Παρατήρηση. Σε αρκετές λέξεις του γλωσικού ιδιώματος Γέρμα Καστοριάς που υπάρχει το συμφωνικό σύμπλεγμα (–κλ–), το λάμδα δεν προφέρεται, αποσιωπάται, π.χ. Πεδικλώνω – πιδικώνου. Κλώστης – κώστς. Κλωτσιά - κουτσιά. Κλώθω – κώθου. Κλώσσα – κώσσα. Κλωνί – κουνί. κ.ά.
Σημείωση: Όλες σχεδόν οι προπαπαρατιθέμενες λέξεις και φράσεις δημοσιεύτηκαν στην Ομάδα FB “Ντοπιολαλιές” και σχολιάστηκαν από αρκετούς αναγνώστες τους. Βλέπε: https://www.facebook.com/groups/340867693341953/)
Καταγραφή Γιώργου Τ. Αλεξίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου