Ζούσε κάποτε σε κάποιο χωριό ένας ηλικιωμένος παπάς με τη γυναίκα του. Κάποια ημέρα η γυναίκα αυτή αρρώστησε βαριά και πέθανε. Ο παπάς θρήνησε για λίγο καιρό το θάνατό της, γρήγορα όμως ξεπέρασε το πένθος του, πεθύμισε να ξαναπαντρευτεί και ανακοίνωσε αυτήν την παράλογη και αντικανονική επιθυμία του στο χωριό του. Οι συγχωριανοί του, όταν άκουσαν αυτά τα απαράδεκτα λόγια τού παπά τους αντέδρασαν αρνητικά, ξέσπασαν σε δυνατά γέλια και τον είπαν:
- Παπά, κοίταξε τα γεράματά σου και άσε τις παντρειές!
Αυτός όμως ήταν ανένδοτος και αγνόησε τη συμβουλή τους. Επισκέφτηκε διαδοχικά όλες τις μοναχικές γυναίκες του χωριού, ανύπαντρες και χήρες, νεαρές και ηλικιωμένες και ζήτησε να τον παντρευτεί κάποια απ' αυτές. Όμως, καμιά γυναίκα δεν αποδέχτηκε την αστεία πρότασή του. Μόνο ένα νεαρό κορίτσι “τσιόρμανος” (: ατίθασο, επιπόλαιο και αστειολόγο) σκέφτηκε διαφορετικά. Αποφάσισε να τον πειράξει για να διασκεδάσει μαζί του και τον είπε:
- Αφεντάκη (: Πάτερ), δέχομαι να σε παντρευτώ, θέλω όμως προηγουμένως να κουρέψεις τα μακριά μαλλιά σου και να ξυρίσεις τη μακριά γενειάδα σου.
- Εντάξει είπε, χωρίς να το καλοσκεφθεί, ο ανόητος παπάς.
- Θέλω, επίσης, είπε η κοπέλα, να έρθω αύριο στο σπίτι σου κι εκεί εγώ η ίδια να σε κουρέψω και να σε ξυρίσω.
- Εντάξει, ξαναείπε ο απερίσκεπτος παπάς.
Πήγε λοιπόν την άλλη μέρα το επιπόλαιο κορίτσι στο σπίτι τού παπά, κούρεψε το μισό κεφάλι του, ξύρισε τη μισή γενειάδα του και κατόπιν τον παράτησε έτσι μασκαρεμένον και βγήκε έξω τρέχοντας και γελώντας.
Μόλις ο παπάς αντιλήφθηκε το ντροπιαστικό πάθημά του και είδε το αστείο πρόσωπό του στον καθρέπτη, ήρθε στα σύγκαλά του, κατάλαβε το μέγεθος της ανοησίας του, έβαλε μυαλό, κλείστηκε δυο μήνες στο σπίτι του και βγήκε απ' εκεί στο μεσοχώρι, όταν πλέον είχαν ξαναμεγαλώσει τα μαλλιά και τα γένια του.
Κι από τότε έζησαν ο παπάς και οι συγχωριανοί του καλά κι εμείς καλύτερα.
Γ. Τ. Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου