Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Προσφωνήσεις προσώπων στον Γέρμα του παλιού καιρού.

Καταγραφή Χρίστου Γεωργίου (+ 1972).

Έργο της Αντιγόνης Κ. Αλεξίου.
Το σχεδίασε το έτος 1995,
όντας μαθήτρια της Α΄ τάξης Δημ. Σχολείου
Αυτός (= ο σύζυγός μου). Προ ετών – τώρα σπάνια λέγεται - γυναίκες νεοπαντρεμένες, όταν ήθελαν ν’ αναφέρουν το σύζυγό τους, έλεγαν “αυτός” και όχι “ου άντραζ μ” ή “ου Νκόλας” π.χ. (σελ. 30).

Αφέντς (= αρχ. αυθέντης). Για τιμή με τη λέξη “αφέντς“ προσαγορεύουν τους παπάδες, οι νύφες τους πεθερούς κι άλλους ηλικιωμένους συγγενείς του συζύγου (σελ. 30).

Κυράκου (Κυράκω). “Κυράκου” χάριν τιμής λέγουν οι νέες γυναίκες άλλες συγγενείς τους ή και ξένες πιο ηλικιωμένες. Η νύφη π.χ. την πεθερά θα την προσαγορεύσει “μάννα’, όπως και άλλες γυναίκες, αλλά άλλες κάπως νεότερες θα τις προσαγορεύσει με το “κυράκου” (σελ. 109).

Μπάμπου (= γιαγιά, γριά) (σελ. 133).

Μπάρμπας (= θείος). Xάριν τιμής “μπάρμπα” λέγουν και έναν ξένον ηλικιωμένον άντρα.

Νιάνια (= θεία). Xάριν τιμής “νιάνια” λέγουν και μια ξένη ηλικιωμένη γυναίκα (σελ. 141).

Νταής (= Θείος). “Νταής” τιμής ένεκεν λέγεται και περί άλλου, ουχί θείου και συγγενούς, προβεβηκότος την ηλικίαν (σελ. 143).

Τσιούπου (τσιούπω) = κορίτσι, κόρη, κοπέλα.(σελ. 264).


{Χρίστου Γ. Γεωργίου, Το γλωσσικό Ιδίωμα Γέρμα Καστοριάς, εκδ. Ε.Μ.Σ. Θεσσαλονίκη 1966}.




Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

Χαρακτηριστικός διάλογος δύο παλαιών Γερμανιωτών.


Καταγραφή Χρίστου Γεωργίου (+1972).

Θέμα: τ’ αδέρφχια πρέπ ν’ αγαπχιούντι.

-      Ιμείς πουλύ αγαπχιούμαστι,·ισείς δεν αγαπχιέστι τόσου, όσου ιμείς.·Ν’ αγαπχιέστι πρέπ, είστ(ι) αδέρφχια,·τ’ αδέρφχια πρέπ ν’ αγαπχιούντι.
-      Τότι αγαπχιούμασταν πουλύ, τώρα τα χάλασάμι.
-      Ξέρου, π’ αγαπχιέσασταν, μα τώρα σας γλέπου να μη τάχιτι καλά. Γιατί μαλλώντι; δεν κάμτι καλά νάστι μαλλουμέν, πρέπ ν’ αγαπθήτι (ή: ν’ αγαπήστι).
-      Ιγώ θέλου ν’ αγαπθώ (ή: ν’ αγαπήσου) μ' αυτόν, μ δέ θέλ' αυτός. Πού ν’ αγαπθείς (ή: ν’ αγαπήης), μ' αυτόν! δέ μι χουνέβ καν.
-      Ν’ αγαπήστι τώρα,- κόμα μαλλουμέν θα νάστι;


(Απ’ το βιβλίο του, Το Γλωσσικό Ιδίωμα Γέρμα Καστοριάς, εκδ. Ε.Μ.Σ. Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 415).

Γερμανιώτικη οικία, οικογένειας Αλεξίου,
έτ. 1841 ή 1851.

Ο Γέρμας, άποψη απ' το βουνό της Αϊ-Τριάδας.

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Επιστολή του Γερμανιώτη δασκάλου Γεωργίου Κ. Παπαϊωάννου, έτους 1922.

Ο αείμνηστος δάσκαλος
Γιώργος Κ. Παπαϊωάννου.
Η κ. Άσπα Ι. Παπαϊωάννου, κάτοικος Θεσσαλονίκης, που είναι εγγονή του αείμνηστου Γερμανιώτη δασκάλου Γεώργιου Κ. Παπαΐωάννου (Τσιανάκα), μας κοινοποίησε μια συγκινητική επιστολή του, την οποία είχε στείλει αυτός στον πατέρα του Κώτια το έτος 1922 από την Προύσα, όπου βρισκόταν αιχμάλωτος των Τούρκων μαζί με άλλους στρατιώτες συγχωριανούς μας. Το κείμενο της εν λόγω επιστολής έχει ως ακολούθως.

Προύσα τη 29 Σεπτεμβρίου 1922.
Σεβαστέ μου πάτερ και θείοι,
ευρίσκομαι αιχμάλωτος εις Προύσσαν και περνώ καλά.
Εδώ ευρίσκονται και οι εξής πατριώται:
Μίσιος Δημήτριος, Τσιόγκας Δημήτριος, Σανάτσιος Αριστείδης, Σανάτσιος Κωνσταντίνος και Πέλκας Γεώργιος. Περνάμε καλά.
Τα σέβη μου δίδετε παρακαλώ εις όλους τους οικείους μας και συγγενείς μας.
Εις άλλην επιστολήν περισσότερα.

Μετά σεβασμού
Γεώργιος Κ. Παπαϊωάννου


Σημείωση: Ο Σύλλογος Γερμανιωτών Καστοριάς ευχαριστεί την αγαπητή κ. Άσπα Ι. Παπαϊωάννου για την κοινοποίηση αυτής της ενδιαφέρουσας επιστολής του αείμνηστου παππού της Γεώργιου Κ. Παπαϊωάνου.
Η παρουσιαζόμενη επιστολή.


Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Ταχτάρισμα απ’ τον Γέρμα Καστοριάς.

Ο Γέρμας Καστοριάς.
(Ταχταρίζω: κουνώ πάνω κάτω βρέφος που κρατώ στα χέρια μου για να το καθησυχάσω ή να το διασκεδάσω).
Στον Γέρμα Καστοριάς παλαιότερα, πριν την δεκαετία του 1950, η μητέρα που είχε νεογέννητο παιδί (βρέφος), όταν ήθελε να το ηρεμήσει ή να το ψυχαγωγήσει το έπαιρνε με τρυφερότητα και το κρατούσε όρθιο στην αγκαλιά της. Κατόπιν άνοιγε τη δεξιά της παλάμη - σπιθαμή και μετρούσε - τη μετακινούσε 5 φορές απ’ τα ποδαράκια του μέχρι το λαιμό του, λέγοντας ταυτόχρονα το παρακάτω ταχτάρισμα:
-Που θα πας Μπότσαρη (sic);
-θα πάω στον Γιωργάκη (: έλεγε το όνομα του βρέφους).
-Τι χαλεύεις στον Γιωργάκη;
-Να με δώσει πάπα – τύτι (: ψωμί και τυρί), να τον κάνω γκίτι – γκίτι.
Όταν η μητέρα του παιδιού έλεγε το ‘’γκίτι-γκίτι’’ γαργαλούσε παράλληλα το λαιμό και τα
μάγουλά του και αμέσως αυτό ξεκαρδιζόταν στα γέλια.
Την ώρα που συνέβαιναν αυτά τα ευχάριστα, κάποιο απ’ τα μεγαλύτερα αδερφάκια τού βρέφους, ηλικίας 3-4 ετών, ζήλευε, αναζητούσε κι αυτό ανάλογα χαϊδολογήματα και έπεφτε στην αγκαλιά τής παρευρισκόμενης γιαγιάς του. Τότε αυτή το φιλούσε, το κανάκευε και του έλεγε τραγουδιστά το εξής ταχτάρισμα:
Μικρό παιδί δεν είχαμε τον πούρτσιο (= τράγο) χόρευάμε,
τον πούρτσιο χόρευάμε,
τον πούρτσιο, τον παλιόπουρτσιο,
τον τράγο με τα γένια,
τον τράγο με τα γένια.

 
Βελανιδιά στον Γέρμα.

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

Ο «Κατσιομούλαρος». Λαϊκό ιστόρημα από τον Γέρμα Καστοριάς.

Ένας τωρινός "κατσιομούλαρος" στον Γέρμα.
Εισαγωγικό σημείωμα.

Οι Γερμανιώτες της παλαιάς εποχής, του 15ου μέχρι και του 18ου αιώνα, κατοικούσαν σε μικρά και φτωχικά σπίτια. Τα σπίτια αυτά αποτελούνταν, στην πλειονότητα τους, από μια στενόμακρη αίθουσα, που ήταν χωρισμένη με ¨τσιατμά¨ (: ξύλινο τοιχίο) σε δυο μέρη, τα οποία επικοινωνούσαν μεταξύ τους από ένα ενδιάμεσο άνοιγμα. Το πρώτο απ΄ αυτά τα μέρη, το μπροστινό, είχε ένα τζάκι και 2-3 μικρά παράθυρα, και μέσα του κατοικούσαν οι άνθρωποι, ενώ το άλλο είχε μερικά παχνιά και σταβλίζονταν σ΄ αυτό τα μεγάλα ζώα τού σπιτιού, όπως το άλογο, το μουλάρι, το βόδι, και το γαϊδουράκι. Τ’ αναφερόμενα παράθυρα δεν είχαν τζάμια και καλύπτονταν μόνο με βαριά παραθυρόφυλλα, που ήταν φτιαγμένα με χοντρές σανίδες. Οι σανίδες αυτές είχαν διάκενα μεταξύ τους (: χαραμάδες) και γι’ αυτό οι διαβάτες που διέρχονταν την νύχτα έξω απ’ τα σπίτια μπορούσαν εύκολα να ιδούν τι συνέβαινε στο εσωτερικό τους. Αυτή η δυνατότητα και η συχνή αδιακρισία των περαστικών ανθρώπων ανησυχούσαν όλους τους χωρικούς και ιδιαίτερα τους γονείς που είχαν ‘’κορίτσια της παντρειάς’’. Οι γονείς αυτοί συμβούλευαν τις θυγατέρες τους να προσέχουν την συμπεριφορά τους μέσα στο σπίτι κατά τις νυχτερινές ώρες, διότι έξω απ’ τα παράθυρα τους παραμόνευαν οι εργένηδες του χωριού και αν έβλεπαν κάποια ανάρμοστη πράξη τους δεν θα τις παντρεύονταν. Συνάμα τους έλεγαν την παροιμία «οι τοίχοι έχουν αυτιά και τα παράθυρα μάτια» και τους διηγούνταν την ακόλουθη διδακτική ιστορία.

Το ιστόρημα «Ο κατσιομούλαρος» (: ίσως το κακό ή το κουτσό μουλάρι).
Ζούσαν κάποτε σε ένα φτωχικό σπίτι του Γέρμα δυο ορφανές αδερφές ηλικίας 20 - 25 ετών, που “δεν αγαπούσαν πολύ την καθαριότητα”, και γι’ αυτό δεν τις έπαιρναν (παντρεύονταν) οι άντρες του χωριού. Κάποια ημέρα όμως, ένας ενθουσιώδης νεαρός αγνόησε αυτό το κουσούρι των δύο αδελφών και αποφάσισε να παντρευτεί την μεγαλύτερη. Πριν τη ζητήσει όμως σε γάμο σκέφτηκε να πάει την νύχτα έξω από το σπίτι των δύο νεαρών γυναικών και να παρατηρήσει τι έκαναν αυτές μέσα στο δωμάτιο τους. Πράγματι, πλησίασε αθόρυβα ένα παράθυρό του, κοίταξε μέσα απ’ τις χαραμάδες του και είδε να υπάρχει στο τζάκι ένα τσουκάλι με φασόλια που έβραζαν. Είδε επίσης σε κάποια στιγμή την μικρότερη από τις αδελφές να πηγαίνει στο τζάκι και να προσπαθεί να βγάλει και να φάει φασόλια απ’ το τσουκάλι. Όμως, αντί για φασόλια έβγαζε και ρουφούσε συνεχώς μόνο το ζουμί τους και γι’ αυτό είπε στην αδελφή της:
-Αμορ’ αδερφή (= αμόρε, αγαπημένη), πολύ νερό έριξες σήμερα μέσα στον τσούκαλο που βράζουν τα φασόλια, ρουφώ - ρουφώ το ζουμί τους και δεν τελειώνει.
-Όχι, μωρ’ τσιούπω (= κόρη), απάντησε η μεγάλη αδελφή, λίγο νερό έριξα. Μάλλον θα ήρθε ο κατσιομούλαρος και θα κατσιομουλάρισε (= ούρησε) μέσα στον τσούκαλο.
-Αυτό θα έγινε, είπε η μικρότερη κοπέλα, και συνέχισε να ρουφάει το ζουμί απ’ το τσουκάλι.
Μόλις τα είδε και τα άκουσε αυτά ο υποψήφιος γαμπρός έφυγε τρέχοντας και φυσικά άλλαξε γνώμη και δεν παντρεύτηκε την κοπέλα που ήθελε. Κι έτσι οι δυο αδελφές που ‘’δεν αγαπούσαν πολύ την καθαριότητα’’ και δεν πρόσεχαν την συμπεριφορά τους μέσα στο σπίτι έμειναν ανύπαντρες σε όλη τους την ζωή.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

Την παλαιά εποχή, πριν τη δεκαετία του 1950, όταν κάποιος Γερμανιώτης ήθελε να δημιουργήσει εύθυμη ατμόσφαιρα κατά την ώρα του φαγητού της οικογένειάς του, τσίγκλιζε (: πείραζε) την γυναίκα του λέγοντας με προσποιητή αφέλεια τα εξής: «Γυναίκα, μήπως ο κατσιομούλαρος;…» κι αμέσως τότε αυτή ‘’άναβε’’, αγανακτούσε και διαμαρτυρόταν έντονα για την υποτιθέμενη ‘’μεγάλη προσβολή’’.

Το αγροτόσπιτο του αείμνηστου Κώτσιου Τσαχτσίρα
στο βουνό Πάσχος του Γέρμα. Στο ισόγειό του
μαντρώνονταν τα αιγοπρόβατα.


Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Παροιμιώδεις φράσεις απ’ τον Γέρμα Καστοριάς


1.         Ο άνθρωπος το χάνει (το μυαλό του) εμ (: και) από χαρά, εμ από στενοχώρια.
2.         Ο ήλιος και το φεγγάρι ήταν αδέλφια, ο ήλιος όμως βγαίνει την ημέρα και το φεγγάρι τη νύχτα. (εννοείται, επειδή μάλωναν).
3.         Να τουρκέψω, αλλά να γίνω Αλή -Πασάς.
4.         Αυτός που έχει την αρνίθα (:κότα)) τρώει το αβγό (ενν. όχι αυτός που έχει τον πετεινό).
5.         Όταν πηγαίνω στη δουλειά μ’ κοιμούμαι ήσυχος το βραδ΄, κι όταν πηγαίνω στο παζαρ’ (: στην αγορά) είμαι λίγο άνθρωπος το βραδ’.
6.         Η γυναίκα σου να σε ξέρει από τη μέση και κάτω και όχι από τη μέση και πάνω.
7.         Οι συννυφάδες αν είχαν τσούρα (: πέος) θα «πλακώνονταν» (: συνουσιάζονταν) μεταξύ τους.
8.         Στο πλύσιμο βγαίνουν όλα (θέλει να πει, πως όταν έρχεται το τέλος του ανθρώπου αξιολογείται η ζωή του).
9.         Άμα χτυπάς τη γυναίκα σου, χτυπάς το κεφάλι σου.
10.      Αν ήταν καλή η δουλειά θα δούλευε και ο Δεσπότης (ενν. που κάνει μόνο καλές πράξεις).
11.      Το ποτάμι δεν κατεβάζει κάθε μέρα κούτσουρα.
12.      Αν έχεις παιδιά (είναι) βάσανο, κι αν δεν έχεις πάλι βάσανο.
13.      Με ξένη τσούρα (: πέος) γαμπρός γίνεσαι (;).
14.      Ήταν να χαλάσουν δυο σπίτια, χάλασαν ένα (λέγεται όταν παντρεύονται μεταξύ τους δύο ιδιόρρυθμοι άνθρωποι).
15.      Μικρά παιδιά μικρά βάσανα, τρανά παιδιά τρανά βάσανα.
16.      Δουλειά δεν είχε κάποιος τα «τσουκάλια» του (:τα αιδοία του) ζύγιζε, τα ζύγιζε τα ξεζύγιζε τόσα ήταν.
17.      Να σε φυλάγει ο Θεός από παλιό ζουτλάρ’ (: ζητιάνο) και καινούργιο νοικοκύρη.


(Καταγραφή Γ.Α.)

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Διάλογος μεταξύ δύο γυναικών του Γέρμα της παλαιάς εποχής

Ο Γέρμας Καστοριάς
(Καταγραφή του αείμνηστου Γυμνασιάρχου Χρίστου Γεωργίου)

Ου θκόζ μ ου πατέρας δέν νι σαν dou(v) θκός, που ξουδέβ όσα βγάν (= ο δικός μου ο πατέρας δεν είναι σαν το δικό σου, που ξοδεύει όσα κερδίζει).
Μαύρη κούνα ς, του(ν) θκό μ τουν bατέρα θα κατηγουρήης ισύ, που… ή : b δεν έεις μάτχ'α, να τουν (γ)ιδείς (=ταλαίπωρη, τον δικό μου τον πατέρα θα κατηγορήσεις εσύ, που δεν έχεις μάτια να τον ιδείς).
—Σι τί, μου, ο Θκός ς είνι καλύτιρους που τουν θκό μ; Σώπα, σώπα, να μη σ' αρχίσου κι.... (=Σε τί, μωρή, ο δικός σου είναι καλύτερος από το δικό μου; Σώπα, σώπα, να μη σε αρχίσω και...)


(Από το βιβλίο του, Το Γλωσσικό Ιδίωμα Γέρμα Καστοριάς, εκδ. Ε.Μ.Σ., Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 380)

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

Βαπτιστικά ονόματα και τα υποκοριστικά τους στον Γέρμα Καστοριάς.

(Καταγραφή του αείμνηστου Φιλολόγου Χρίστου Γεωργίου).

Κουσταντίνους (=Κωνσταντίνος), υποκ. Κώτιας, Κουτούλας, Ντίνας, Ντίνης, Κώτσιους, Κουστάκ'ς, Ντούλλ'τς

Λένη (=Ελένη), υποκ. Λένου, Λένκου, Ίλινήτσα

Ματή (=Μαλαματή), υποκ. Ματέκου, Τέκου, Μάτηου, Ματηούλλους.

Γιώρς (=Γεώργιος), Γιώγας, Γιώργους, υποκ. Γιουργούλλ'τς, Γιουργάκ'ς, Λιώλιας, Γούλλ'τς, σύζ. Γούλλινα, Γούσιας, σύζ. Γούσινα.

Δμήτρς (=Δημήτριος), υποκ. Δημητράκ'ς, Τάκις, Τάκας, Μήτας, Μήτρους, Μήτσιους, Τούσιους, Μπίτιους, σύζ. Τούσ'ινα, Μπήτιινα

Θανάις (=Αθανάσιος), υποκ. Νάσιους, Νάτσιους, Τσούλας, Κάτσιους, σύζ. Θανάσινα, Νάσ'ινα, Νάτσ'ινα, Τσούλινα, Κάτσ'ινα.

Νκόλας (=Νικόλαος), υποκ Κόιας, Κουλούσιας, Νίκους, Κόλτσης, σύζ. Κόλτσινα.


(Από το βιβλίο του, Το Γλωσσικό Ιδίωμα Γέρμα Καστοριάς, εκδ. Ε.Μ.Σ., Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 355-357)


Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

«Η Σταχτομάρω». Λαϊκό παραμύθι από τον Γέρμα Καστοριάς.

Η μητέρα της Σταχτομάρως έγινε αγελάδα (!).
Εισαγωγικό σημείωμα.

Τα μικρά παιδιά, ως γνωστόν, δεν υπακούν πάντα στις συμβουλές και τις προτροπές των γονιών τους. Συχνά γκρινιάζουν και κλαίνε και τους στενοχωρούν πολύ. Όταν συνέβαινε αυτό στον Γέρμα Καστοριάς παλαιότερα, πριν το έτος 1960 (;), οι γιαγιάδες των ανυπάκουων και κλαψιάρικων παιδιών τα μάλωναν λέγοντας περίπου τα εξής: «Μη κλαίτε και μη γκρινιάζετε, και ν’ ακούτε τη μάνα σας (: να την υπακούτε), γιατί θα στενοχωρηθεί και θα ζητήσει από τον Θεό να την κάνει αγελάδα, όπως έκανε τη μανούλα τής Σταχτομάρως», και κατόπιν τα (τους) διηγούνταν το παρακάτω συγκινητικό παραμύθι.

Παλαιά αγροτικά αντικείμενα
στο Λαογραφικό Μουσείο του Γέρμα.
Κείμενο του παραμυθιού.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε κάποιο χωριό ένα μικρό κορίτσι που το έλεγαν Μάρω. Το κοριτσάκι αυτό ήταν πολύ «ακάτσωτο», ζωηρό και ανυπάκουο. Οι γονείς του συνεχώς το συμβούλευαν να είναι φρόνιμο, αλλά αυτό δεν τους άκουγε. Η μητέρα του στενοχωριόταν για τον ανυπάκουο χαρακτήρα του και λυπόταν πολύ για την άσχημη συμπεριφορά του και γι’ αυτό κάποια μέρα το απείλησε λέγοντας: «Καλή μου Μάρω, εάν δεν γίνεις υπάκουο και φρόνιμο κορίτσι θα παρακαλέσω τον Θεό να με κάνει αγελάδα (!)…».
Η Μάρω γέλασε μ’ αυτήν την παράλογη απειλή της μητέρας της, δεν έδωσε καμιά σημασία στα λόγια της και συνέχισε να παρακούει τους γονείς της.
Ο καιρός περνούσε και η Μάρω δεν διορθωνόταν, γι’ αυτό η μητέρα της, κάποια μέρα που είχε αγανακτήσει, ζήτησε από τον Θεό να τη μεταμορφώσει (τη μητέρα) και να την κάνει αγελάδα. Και πράγματι, ο Θεός εισάκουσε την παράκλησή της και την έκανε αγελάδα. Αμέσως τότε εξαφανίστηκε από το σπίτι της Μάρως η μανούλα της κι εμφανίστηκε εκεί μία αγελάδα.
Η Μάρω, όταν είδε την αγελάδα, θυμήθηκε την απειλή της μάνας της, και γρήγορα κατάλαβε τι είχε συμβεί. Άρχισε αμέσως να κλαίει και να οδύρεται, μετάνιωσε για την πρότερη κακή συμπεριφορά της και από τότε αγκάλιαζε και φιλούσε κάθε μέρα την αγελάδα της και «συνομιλούσε» μαζί της;
-            Πεινάς, μανούλα; ρωτούσε η Μάρω.
-            Μούου (= ναι), απαντούσε η αγελάδα, κι αμέσως η Μάρω την έπιανε από το σχοινί της και την πήγαινε στο λιβάδι να βοσκήσει.
-            Διψάς, μανούλα; Έλεγε η Μάρω.
-            Μούου, έκανε η αγελάδα, και τότε η Μάρω την οδηγούσε στη βρύση για να πιει νερό.
Το χωριό Ο Γέρμας Καστοριάς.
Πέρασαν μερικοί μήνες και ο πατέρας της Μάρως ξαναπαντρεύτηκε μια νέα γυναίκα, η οποία, όπως συμβαίνει συνήθως, αντιπαθούσε την προγονή της (: την κόρη απ’ τον προηγούμενο γάμο του άντρα της). Η γυναίκα αυτή είδε την υπερβολική αγάπη της Μάρως για την αγελάδα της κι επειδή ήθελε, ως μητριά της, να την κάνει να πονέσει (τη Μάρω) ζήτησε από τον σύζυγό της να σφάξουν το αγαθό ζώο και να μαγειρέψουν το κρέας του. Μάταια η Μάρω έκλαιγε, παρακαλούσε κι εκλιπαρούσε τον πατέρα της να μη σφάξουν την αγελάδα. Αυτός τελικά πείστηκε από την κακόψυχη δεύτερη γυναίκα του, έσφαξε την αγελάδα και μαγείρεψαν κι έφαγαν το κρέας της.
Η Μάρω, όπως ήταν επόμενο, δεν έφαγε ούτε μια μπουκιά απ’ αυτό το κρέας, μόνο καθόταν παράμερα κι έκλαιγε. Αμέσως όμως μετά το φαγητό μάζεψε τα κόκκαλα της αγελάδας, τα παράχωσε σε έναν σωρό στάχτης που υπήρχε στην αυλή του σπιτιού της και πήγαινε εκεί κάθε μέρα και θρηνούσε το χαμό της μανούλας της.
"Νγκουκυράτα (τα νοικοκυράτα)": Σκεύη της παλαιάς
νοικοκυράς του Γέρμα στο Λαογραφικό Μουσείο του.
Η μητριά της Μάρως, βλέποντάς την να στέκεται όλη μέρα νηστική και να κλαίει επάνω στο σωρό της στάχτης την παρανόμασε και την αποκαλούσε πλέον Σταχτομάρω. Και μ’ αυτό το παρανόμι έγινε γνωστή τότε η Μάρω σε όλο το χωριό της και με το ίδιο παρανόμι είναι γνωστή μέχρι σήμερα η συγκινητική ιστορία της (: το παρόν παραμύθι).

ΣΗΜΕΙΩΣΗ. Στο διαδίκτυο αναφέρονται άλλα δύο παραμύθια με τον τίτλο «Σταχτομάρω», προερχόμενα από τη Λευκάδα και τη Δίβρη Λαμίας, αντίστοιχα. Ο καταγραφέας του παρόντος παραμυθιού Γ.Τ.Α. δεν γνωρίζει το περιεχόμενο των εν λόγω δύο παραμυθιών, ούτε φυσικά εάν υπάρχει κάποια ανάλογη σχέση μεταξύ αυτών και του εδώ παρουσιαζόμενου.

Παλαιά οικία του Γέρμα , 19ος αιών
(της οικογένειας Δόβα).


Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

«Πώς το πίνουν οι γαϊδάρ’». Εύθυμη ιστορία απ’ τον Γέρμα Καστοριάς.

Σε αμπέλι του Γέρμα.
Οι άντρες του Γέρμα, πριν το έτος 1960 περίπου, γλεντούσαν και ξεφάντωναν στους γάμους και στα πανηγύρια του χωριού τους πίνοντας το περίφημο γερμανιώτικο κρασί. Συχνά, κατά τη διάρκεια της οινοποσίας τους, άκουγαν από κάποιον γλεντζέ της παρέας τους την περιπαιχτική φράση: «Δυνατό είναι ! Πώς το πίνουν οι γαϊδάρ’;» και αμέσως ξεσπούσαν όλοι σε δυνατά γέλια, διότι θυμούνταν την παρακάτω εύθυμη ιστοριούλα:
Την παλαιά εποχή ζούσαν και κατοικούσαν σε κάποιο σπίτι του Γέρμα, ένας γέρος και τα δυο παιδιά του με τις γυναίκες τους. Καθημερινά, μεσημέρι και βράδυ, ο γέρος και οι γιοί του κάθονταν γύρω απ’ τον «τράπεζο» (: χαμηλό κυκλικό τραπέζι) κι έτρωγαν και κρασόπιναν, ενώ οι δυο γυναίκες του σπιτιού στέκονταν όρθιες πίσω τους και τους υπηρετούσαν.
Κάποιο βράδυ «σώθηκε» (: τελείωσε) το κρασί που έπιναν οι τρεις άντρες και πρόσταξαν αμέσως τις δύο συννυφάδες να κατέβουν από τη σκάλα της «γκλαβανής» (: καταπακτής) στο υπόγειο κελάρι και να φέρουν γρήγορα απ’ εκεί άλλο κρασί. Πράγματι, οι δυο γυναίκες κατέβηκαν στο κελάρι και «τράβηξαν» απ’ το βαένι του μία κανάτα δυνατό και μυρωδάτο κρασί. Όμως, αντί να το μεταφέρουν αμέσως στον πεθερό και στους άντρες τους άρχισαν να το «δοκιμάζουν» (: να το πίνουν λίγο - λίγο) οι ίδιες με τη σειρά και γι’ αυτό ξεχάστηκαν και παρέμειναν λίγη ώρα εκεί.
Οι άντρες ανησύχησαν για την αργοπορία των δύο συννυφάδων και γι’ αυτό ο ένας απ’ τους γιούς πήγε στην καταπακτή κι έσκυψε το κεφάλι του στο άνοιγμά της, για να ιδεί τι συνέβαινε κάτω στο κελάρι.
Την ώρα εκείνη η μία γυναίκα ρουφούσε ηδονικά απ’ την κανάτα το μυρωδάτο κρασί κι έλεγε στην άλλη:
-            «Δυνατό είναι, πώς το πίνουν οι γαϊδάρ’!» (: οι γάιδαροι, δηλαδή ο πεθερός και οι άντρες τους).
-            «Ρίχνουμε και νερό, γαϊδούρες», φώναξε τότε οργισμένος ο άντρας που τις έβλεπε απ’ την καταπακτή…

Γ.Τ.Α.

Νταμιτζάνα
με γερμανιώτικο κρασί.

Ο Γέρμας Καστοριάς

Παλαιό κελάρι του Γέρμα.
Αναπαράσταση στο Λαογραφικό Μουσείο του χωριού.

Τράπεζος στο Λαογραφικό Μουσείο Γέρμα.

Γερμανιώτικη μουστόπιτα  με καρύδια.


Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Η πεθερά στη δεξαμενή. Λαϊκό ιστόρημα απ’ τον Γέρμα Καστοριάς

Παραδοσιακή φορεσιά γυναίκας
του Γέρμα (η καθημερινή).
Στα παλιά τα χρόνια ζούσε σε κάποιο χωριό ένας άντρας που ονομαζόταν Νικόλας. Ο άντρας αυτός κατοικούσε σε ένα μεγάλο σπίτι με τη γυναίκα του τη Μάρω και με τη μάνα του και με την πεθερά του. Ο Νικόλας αγαπούσε πολύ τη γυναίκα του και ικανοποιούσε πρόθυμα όλες τις επιθυμίες και απαιτήσεις της, λογικές και παράλογες.
Κάποιο βράδυ η Μάρω είπε στον άντρα της:
-Νικόλα, με αγαπάς πολύ;
- Σε αγαπώ πάρα πολύ, απάντησε ο Νικόλας.
- Εάν πράγματι με αγαπάς, θέλω να με το αποδείξεις, είπε η Μάρω. Να πας τώρα στο δωμάτιο που διαμένουν οι μάνες μας, να πάρεις τη δική σου μάνα και να την πετάξεις στη δεξαμενή (: στέρνα) που βρίσκεται δίπλα στο σπίτι μας και είναι γεμάτη νερό!
Ο Νικόλας σηκώθηκε και χωρίς αντίρρηση πήγε στο δωμάτιο που κοιμούνταν οι δύο συμπεθέρες, εκεί όμως, αντί ν’ αρπάξει την αγαπημένη μάνα του, άρπαξε τη μισητή πεθερά του και την πέταξε στη δεξαμενή, όπου αυτή πνίγηκε αμέσως. Ύστερα γύρισε στη γυναίκα του και την είπε, πως έκανε ό,τι τον είχε ζητήσει.
Η Μάρω μόλις το άκουσε αυτό άρχισε να χορεύει και να λέει το εξής τραγούδι: «Του Νικόλα η μάνα κολυμπάει, κολυμπάει, κολυμπάει...».
Παλαιό αγροτόσπιτο του Γέρμα
Όταν η Μάρω τελείωσε το χορό και το τραγούδι της άρχισε τότε να χορεύει ο Νικόλας και να λέει τραγουδιστά: «Άιντε να φέξει και να ιδούμε τίνος μάνα κολυμπάει, κολυμπάει, κολυμπάει…».
-Τι λόγια είναι αυτά που λες; Τον ρώτησε η Μάρω.
-Αύριο θα το καταλάβεις, απάντησε ο Νικόλας.
Την άλλη μέρα πρωί-πρωί η Μάρω πήγε στο δωμάτιο που διέμεναν οι δύο συμπεθέρες για να ιδεί τη μάνα της, αλλ’ όμως αντί γι’ αυτήν είδε ζωντανή την πεθερά της. Αμέσως υποψιάστηκε τι είχε συμβεί, έτρεξε αλαφιασμένη στη δεξαμενή, βρήκε εκεί πνιγμένη τη λατρεμένη της μητέρα και τότε άρχισε να σκούζει, να κλαίει και να οδύρεται…


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η καταγραφή του Ιστορήματος έγινε στον Γέρμα απ’ τον Γ.Τ.Α. την 30η Σεπτεμβρίου 2015.

Πικραγγουριά.

Παρωδία παραδοσιακού γάμου στον Γέρμα.
Λογκατσάρια έτους 1970 (;).

Συμπεθέρες ("σμιθιρές")
(Η φωτογραφία ελήφθη απ' το διαδίκτυο
)

Ο Γέρμας. Φωτογραφία 2/10/2015.

Παραδοσιακή φορεσιά
γυναίκας του Γέρμα
(η επίσημη).

Αργαλειός στο Λαογραφικό  Μουσείο του Γέρμα.


Δεξαμενή (: στέρνα).
Η φωτογραφία ελήφθη απ΄το διαδίκτυο.