Κυριακή 19 Ιουλίου 2020

Το “σμάδ΄” {: το σημάδι}. Εύθυμο ιστόρημα απ' τον Γέρμα Καστοριάς.


Κατά την περίοδο της “Ανταρτοκρατίας” (έτη 1942 – 1949), η ζωή στον Γέρμα Καστοριάς ήταν πολύ δύσκολη. Οι ερυθροί αντάρτες που βρίσκονταν στο χωριό ζητούσαν από τους δεινοπαθούντες κατοίκους του συνεχώς κι επιτακτικά κι έπαιρναν “με το έτσι θέλω” τρόφιμα (κυρίως ψωμί και τυρί), καθώς και αιγοπρόβατα για το κρέας τους.
Στα χρόνια εκείνα, όπως ακριβώς και στα προηγούμενα, καθώς και στα επόμενα μέχρι τη δεκαετία του 1960, οι κτηνοτρόφοι του Γέρμα έσμιγαν (συνένωναν) την Άνοιξη, ανά δύο - τρεις, τα μικρά κοπάδια των αιγοπροβάτων τους και τα βοσκούσαν οι ίδιοι εναλλάξ και με τη σειρά μέχρι το Φθινόπωρο. Τα πρόβατα τού κάθε ιδιοκτήτη στο σμιγμένο κοπάδι είχαν στο αυτί τους ένα ιδιαίτερο κόψιμο, το λεγόμενο “σμάδ'” (: σημάδι), για να ξεχωρίζουν και διακρίνονται απ' τα πρόβατα του άλλου ιδιοκτήτη.
 Μια χρονιά της αναφερόμενης περιόδου έσμιξαν τα πρόβατά τους δύο πρώτοι εξάδελφοι, ο Θανάσης που ήταν εθνικόφρων και ο Νικόλας που ήταν “κόκκινος”, οπαδός του Ζαχαριάδη. Κάποιο πρωινό αυτής της χρονιάς που βοσκούσε τα σμιγμένα πρόβατα ο Θανάσης εμφανίστηκαν ξαφνικά μπροστά του δύο οπλισμένοι αντάρτες και ζήτησαν να μάθουν ποιο ήταν το “σημάδι” του δικού του κοπαδιού και ποιο το “σημάδι” των προβάτων του εξαδέλφου του. Ο Θανάσης τους έδειξε τα “σημάδια” αναγνώρισης των ζώων και τότε αυτοί ξεχώρισαν και πήραν 5 – 6 πρόβατα μόνο απ' το δικό του κοπάδι.
 Το ίδιο έγινε άλλες 2 - 3 φορές, πήραν δηλαδή οι “συναγωνιστές” πρόβατα μόνο απ' το δικό του κοπάδι και όχι από το κοπάδι του ερυθρού εξαδέλφου του. Το γεγονός αυτό εξόργισε τον Θανάση, σκέφτηκε πονηρά κι έκανε το εξής. Όταν κάποια ημέρα ήρθαν πάλι εντεταλμένοι αντάρτες και ζήτησαν να τους δείξει τα σημάδια των δύο σμιγμένων κοπαδιών, αυτός τους υπέδειξε επίτηδες το “σημάδι” του κοπαδιού του ως “σημάδι” των προβάτων του εξαδέλφου του, και αντιθέτως. Κατόπιν τούτου οι αντάρτες πήραν μερικά πρόβατα του Νικόλα, νομίζοντας ότι πρόκειται για ζώα του Θανάση !
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας που πήγε ο Νικόλας στο κοπάδι για να αρμέξει, πληροφορήθηκε ότι οι αντάρτες πήραν 5 - 6 απ' τα πρόβατά του, έγινε έξω φρενών και φώναξε;
- Απ' το κοπάδι μου πήραν οι σύντροφοί μου πρόβατα;
- Αμ τι, πάντα απ΄ το κοπάδι μου θα παίρνουν; του είπε γελώντας ο εξάδελφός του Θανάσης.
    Σημείωση. Η ιστοριούλα είναι αληθινή, αλλά τα ονόματα των κτηνοτρόφων όχι.

    Γ.Τ.Α.





Τρίτη 7 Ιουλίου 2020

“Η Βρύση {: η πηγή} με το κοκκινωπό νερό”. Λαϊκό ιστόρημα απ' τον Γέρμα Καστοριάς.


Εισαγωγικό Σημείωμα.
Στο όμορφο χωριό “Ο Γέρμας” Καστοριάς, και πιο συγκεκριμένα στην τοποθεσία του “Νερόμυλοι”, υπάρχει μια μεγάλη πηγή, που είναι γνωστή με την ονομασία “Η Βρύση του Κολιούμπα”. Η επιφάνεια ανάβλυσης των νερών αυτής τής πηγής έχει έκταση 50 τ.μ. περίπου, καλύπτεται δε μερικώς και περιβάλλεται (η επιφάνεια) από υδροχαρή ψηλά καλάμια.
Τα αστείρευτα νερά τής αναφερόμενης πηγής είναι σιδηρούχα και γι αυτό έχουν χρώμα ερυθρωπό και γεύση οξειδωμένου μετάλλου. Προφανώς, προέρχονται – διέρχονται από κάποιο πλούσιο κοίτασμα σιδήρου, που βρίσκεται στα έγκατα των κοντινών τους βουνών “Αμάραντος” και “Τσούκα”. Λόγω αυτής της δυσάρεστης γεύσης και του υποκόκκινου χρώματός τους, τα υπόψη νερά δεν είναι πόσιμα.
Οι Γερμανιώτες του μακρινού παρελθόντος εντυπωσιάζονταν από τις παράξενες ιδιότητες των υδάτων τής εν λόγω πηγής, κι επειδή αδυνατούσαν να τις εξηγήσουν, έπλασαν με τη ζωηρή φαντασία τους και διηγούνταν την παρακάτω συγκινητική ιστορία.
Η Βρύση (: η πηγή) με το κοκκινωπό νερό.
Την παλαιά εποχή “η βρύση του Κολιούμπα” είχε καλό και υγιεινό νερό και γι' αυτό οι άνθρωποι το έπιναν με προθυμία. Την ίδια εποχή, όλα σχεδόν τα μαγειρικά και τα λοιπά σκεύη των νοικοκυρ(ι)ών του Γέρμα (: κατσαρόλες, ταψιά, τηγάνια, γκιούμια, κακάβια, καζάνια κ.ά.) ήταν μπακιρένια (: χάλκινα) και μπρούντζινα (ορειχάλκινα) και γι' αυτό σκούριαζαν εύκολα και χρειάζονταν γάνωμα. Προς τον σκοπό αυτόν ερχόταν τακτικά στον Γέρμα απ' την Εράτυρα Κοζάνης ένας “γαλαντζής” (: καλατζής, γανωματής), μάζευε σε τσουβάλια τα αγάνωτα σκεύη και αντικείμενα, τα φόρτωνε σε 2 - 3 μουλάρια και τα μετέφερε στο χωριό του. Εκεί τα γάνωνε (στίλβωνε) με καλάι (κασσίτερο) και κατόπιν τα επέστρεφε με τον ίδιο τρόπο στους Γερμανιώτες ιδιοκτήτες τους.
Κάποια φορά, ο γαλαντζής αυτός ήρθε στον Γέρμα αργά το απόγευμα, μάζεψε με βιασύνη αρκετά χαλκώματα και μπακίρια, τα φόρτωσε στα δύο μουλάρια του και όταν βράδιασε ξεκίνησε να γυρίσει στο χωριό του. Κατά τον γυρισμό του όμως, επειδή είχε αρχίσει ήδη να νυχτώνει και δεν έβλεπε καλά, μπέρδεψε τους δρόμους, και αντί να πάει προς την Εράτυρα, βάδισε προς την “Βρύση του Κολιούμπα”. Όταν έφθασε σ' αυτήν τη Βρύση (την πηγή) δεν την αναγνώρισε και γι' αυτό περπάτησε ανυποψίαστος, μαζί τα ζώα του, επάνω της. Αμέσως τότε, αυτός και τα δύο μουλάρια του βούλιαξαν στο εσωτερικό τής πηγής. Μάταια προσπάθησαν να βγουν απ' αυτήν, δεν το κατόρθωσαν κι έτσι σύντομα βυθίστηκαν στον πυθμένα της και χάθηκαν για πάντα.
Πέρασαν λίγες ημέρες και φυσικά ο γαλαντζής δεν είχε επιστρέψει στο σπίτι του. Οι συγγενείς του ανησύχησαν για την ανεξήγητη απουσία του και γι' αυτό ήρθαν στον Γέρμα και μαζί με μερικούς κατοίκους του άρχισαν να τον αναζητούν σε όλα τα μέρη του χωριού, αλλά δυστυχώς δεν τον έβρισκαν. Τότε, κάποιος απ' τους Γερμανιώτες που έψαχνε κοντά στην αναφερόμενη πηγή παρατήρησε με έκπληξη, ότι τα νερά της είχαν αλλάξει χρώμα και γεύση. Αμέσως εννόησε, ότι αυτό είχε συμβεί επειδή στο βυθό τής πηγής βρισκόταν πνιγμένος ο αγνοούμενος γαλαντζής με τα ζώα του, και ότι η αλλοίωση των νερών της οφειλόταν στα οξειδωμένα χαλκώματα και μπρούντζινα σκεύη του. Αυτήν τη γνώμη του την ανακοίνωσε στους συγγενείς του γαλαντζή και στους συγχωριανούς του και την παραδέχτηκαν όλοι. Από τότε και για αρκετά χρόνια, η γυναίκα και τα παιδιά του γανωματή επισκέπτονταν τη "Βρύση του Κολιούμπα" και θρηνούσαν εκεί την απώλειά του. Από τότε επίσης και μέχρι σήμερα, οι κάτοικοι του Γέρμα διηγούνται αυτήν την παράξενη και λυπητερή ιστορία στα μικρά παιδιά τους, όταν αναφέρονται στο κοκκινωπό νερό της εν λόγω πηγής.
Γιώργος Τ. Αλεξίου.