Ο
"Νικολιός” (: συμβατικό
όνομα, ψευδώνυμο) γεννήθηκε στον
Γέρμα Καστοριάς περί το έτος 1880 και
απεβίωσε εκεί κατά τη διάρκεια της
Κατοχής (1941 - 44). Είχε δύο αδέλφια, τα
οποία τον αγαπούσαν και τον φρόντιζαν. Το σπίτι του
βρισκόταν κοντά στο παλαιό Δημ. Σχολείο.
Ο
"Νικολιός” ήταν ένας
γραφικός Γερμανιώτης, εύσωμος, "πλιαχούρης"
(= πλαδαρός), απονήρευτος, άκακος και
περιορισμένης αντίληψης.
Είχε μάτια μεγάλα, γαλανά και "πεταγμένα"
απ’ τις κόγχες τους. Τα μαλλιά του ήταν
πάντα ακούρευτα και αχτένιστα κι έπεφταν
φράντζα στο μέτωπό του. Εργαζόταν απ’
το πρωί μέχρι το βράδυ "με το μαλακό"
(= αργά και με την ησυχία του) στα χωράφια
των Γερμανιωτών που χρειάζονταν "ξένα
χέρια" (= βοηθητικούς εργάτες). Αμοιβόταν
με ελάχιστα χρήματα και με μπόλικο
φαγητό, που ήταν συνήθως 2 - 3 πιάτα
φασολάδας ή τραχανά με τυρί. Εργαζόταν
επίσης περιοδικά και στο μεγάλο τσιφλίκι
του Καραμπίνα, που βρισκόταν στο χωριό
Λάγουρα Άργους Ορεστικού. Όταν επέστρεφε
απ’ εκεί στον Γέρμα για λίγες ημέρες,
τα μικρά παιδιά τον ρωτούσαν συνεχώς
για να τον πειράξουν, "πού ήταν τόσον
καιρό, Νικολιό;" κι αυτός απαντούσε στερεότυπα,
"στη Λάγουρα, παιδάκι μου". Τα ίδια
παιδιά τον ενοχλούσαν συχνά με αθώα
πειράγματα και τότε ο "Νικολιός”
τα απειλούσε με τη φράση "κάτσε καλά,
θα πω (σ)τον πατέρα σ’ (ότι με ενοχλείς)".
Ο Γέρμας Καστοριάς. |
Κάποια
ημέρα, στη δεκαετία 1930, η γιαγιά Μαρία
τον έστειλε στο βουνό "Τσέρος" να
κόψει καυσόξυλα και να τα μεταφέρει με
τον γέρικο γάιδαρό της στο σπίτι της.
Πράγματι, ο "Νικολιός”
πήγε στον Τσέρο, έκοψε πολλά ξύλα και
τα φόρτωσε όλα στο γαϊδούρι τής
γιαγιάς, αυτό όμως δεν άντεξε το βαρύ
φορτίο και απεβίωσε επιτόπου. Τότε ο
"Νικολιός” πήρε το
σαμάρι στον ώμο του κι επέστρεψε με αυτό
στο χωριό, φωνάζοντας σε όλη τη διαδρομή
συνεχώς και δυνατά, "Μω μπάμπω Μαρία,
ψόφησε το γομάρ’ και φέρνω το σαμάρ".
Κάποτε
οι συγγενείς του "Νικολιού”
αποφάσισαν να τον παντρέψουν. Βρήκαν
λοιπόν μια υποψήφια νύφη στο Παλιό
Κωσταράζι και τον έστειλαν εκεί μαζί
με τον προξενητή του Γιάννη. Πριν την
αναχώρησή τους απ’ τον Γέρμα, ο Γιάννης
τον συμβούλεψε κατάλληλα και στο τέλος
τον είπε: "Πρόσεξε Νικολιό,
ότι είναι να γίνει, τώρα θα γίνει". Η
τελευταία φράση "ότι είναι να γίνει,
τώρα θα γίνει" φαίνεται ότι εντυπωσίασε πολύ τον
"Νικολιό” και γι’ αυτό
την επαναλάμβανε διαρκώς, καθ’ όλη τη
μακρά διαδρομή απ’ τον Γέρμα μέχρι το
Κωσταράζι.
Όταν
οι δύο Γερμανιώτες έφθασαν έξω απ’ το
χωριό της μέλλουσας νύφης, ο Γιάννης
είπε στον υποψήφιο γαμπρό: "Άκουσε
Νικολιό τι θα σε πω, τώρα
που θα πάμε στο σπίτι της νύφης οι γονείς
της θα στρώσουν πλούσιο τραπέζι να μας
φιλέψουν, εμείς όμως δεν πρέπει να φάμε
πολύ φαγητό, γιατί θα νομίσουν ότι
είμαστε "νηστκοί" (= πένητες,
ψωμοζήτουλες). Εγώ θα είμαι συνεχώς
δίπλα σου και άμα ιδώ να τρως πολύ, θα
χτυπήσω κρυφά κάτω απ’ το τραπέζι το
πόδι σου κι εσύ θα σταματήσεις να τρως.
Το κατάλαβες;" "Το κατάλαβα",
είπε ο Νικολιός”.
Κι
έτσι έγινε. Τους καλοδέχτηκαν, έβαλαν
τα φαγητά στην τάβλα κι άρχισαν όλοι να
τρώνε. Τη στιγμή εκείνη η γάτα του σπιτιού
τρύπωσε κάτω απ’ το τραπέζι και ακούμπησε
το πόδι του "Νικολιού”.
Τότε αυτός νόμισε ότι τον χτύπησε
συνθηματικά ο Γιάννης, πετάχτηκε αμέσως
όρθιος και φώναξε δυνατά: "Γιατί
βαραίνεις, ρε; Εγώ μόλις τώρα άρχισα να τρώω
!".
Μ’
αυτά και μ’ αυτά πέρασαν τα χρόνια και
κάποια ημέρα ο "Νικολιός”
αρρώστησε βαριά και απεβίωσε στον
Γέρμα, σε ηλικία 60 ετών περίπου. Οι
συγχωριανοί του λυπήθηκαν πολύ για το
θάνατό του, τον θυμούνται δε μέχρι σήμερα
και αναφέρουν παροιμιακά και μ’ ευτράπελη
διάθεση το όνομά του. Λένε π.χ. "Μην
είσαι αστόχαστος σαν τον
"Νικολιό”.
Ας
είναι αναπαυμένη στην άλλη ζωή η πονεμένη,
αθώα και άκακη ψυχή του αείμνηστου
"Νικολιού”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου