Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

«Η Σταχτομάρω». Λαϊκό παραμύθι από τον Γέρμα Καστοριάς.

Η μητέρα της Σταχτομάρως έγινε αγελάδα (!).
Εισαγωγικό σημείωμα.

Τα μικρά παιδιά, ως γνωστόν, δεν υπακούν πάντα στις συμβουλές και τις προτροπές των γονιών τους. Συχνά γκρινιάζουν και κλαίνε και τους στενοχωρούν πολύ. Όταν συνέβαινε αυτό στον Γέρμα Καστοριάς παλαιότερα, πριν το έτος 1960 (;), οι γιαγιάδες των ανυπάκουων και κλαψιάρικων παιδιών τα μάλωναν λέγοντας περίπου τα εξής: «Μη κλαίτε και μη γκρινιάζετε, και ν’ ακούτε τη μάνα σας (: να την υπακούτε), γιατί θα στενοχωρηθεί και θα ζητήσει από τον Θεό να την κάνει αγελάδα, όπως έκανε τη μανούλα τής Σταχτομάρως», και κατόπιν τα (τους) διηγούνταν το παρακάτω συγκινητικό παραμύθι.

Παλαιά αγροτικά αντικείμενα
στο Λαογραφικό Μουσείο του Γέρμα.
Κείμενο του παραμυθιού.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε κάποιο χωριό ένα μικρό κορίτσι που το έλεγαν Μάρω. Το κοριτσάκι αυτό ήταν πολύ «ακάτσωτο», ζωηρό και ανυπάκουο. Οι γονείς του συνεχώς το συμβούλευαν να είναι φρόνιμο, αλλά αυτό δεν τους άκουγε. Η μητέρα του στενοχωριόταν για τον ανυπάκουο χαρακτήρα του και λυπόταν πολύ για την άσχημη συμπεριφορά του και γι’ αυτό κάποια μέρα το απείλησε λέγοντας: «Καλή μου Μάρω, εάν δεν γίνεις υπάκουο και φρόνιμο κορίτσι θα παρακαλέσω τον Θεό να με κάνει αγελάδα (!)…».
Η Μάρω γέλασε μ’ αυτήν την παράλογη απειλή της μητέρας της, δεν έδωσε καμιά σημασία στα λόγια της και συνέχισε να παρακούει τους γονείς της.
Ο καιρός περνούσε και η Μάρω δεν διορθωνόταν, γι’ αυτό η μητέρα της, κάποια μέρα που είχε αγανακτήσει, ζήτησε από τον Θεό να τη μεταμορφώσει (τη μητέρα) και να την κάνει αγελάδα. Και πράγματι, ο Θεός εισάκουσε την παράκλησή της και την έκανε αγελάδα. Αμέσως τότε εξαφανίστηκε από το σπίτι της Μάρως η μανούλα της κι εμφανίστηκε εκεί μία αγελάδα.
Η Μάρω, όταν είδε την αγελάδα, θυμήθηκε την απειλή της μάνας της, και γρήγορα κατάλαβε τι είχε συμβεί. Άρχισε αμέσως να κλαίει και να οδύρεται, μετάνιωσε για την πρότερη κακή συμπεριφορά της και από τότε αγκάλιαζε και φιλούσε κάθε μέρα την αγελάδα της και «συνομιλούσε» μαζί της;
-            Πεινάς, μανούλα; ρωτούσε η Μάρω.
-            Μούου (= ναι), απαντούσε η αγελάδα, κι αμέσως η Μάρω την έπιανε από το σχοινί της και την πήγαινε στο λιβάδι να βοσκήσει.
-            Διψάς, μανούλα; Έλεγε η Μάρω.
-            Μούου, έκανε η αγελάδα, και τότε η Μάρω την οδηγούσε στη βρύση για να πιει νερό.
Το χωριό Ο Γέρμας Καστοριάς.
Πέρασαν μερικοί μήνες και ο πατέρας της Μάρως ξαναπαντρεύτηκε μια νέα γυναίκα, η οποία, όπως συμβαίνει συνήθως, αντιπαθούσε την προγονή της (: την κόρη απ’ τον προηγούμενο γάμο του άντρα της). Η γυναίκα αυτή είδε την υπερβολική αγάπη της Μάρως για την αγελάδα της κι επειδή ήθελε, ως μητριά της, να την κάνει να πονέσει (τη Μάρω) ζήτησε από τον σύζυγό της να σφάξουν το αγαθό ζώο και να μαγειρέψουν το κρέας του. Μάταια η Μάρω έκλαιγε, παρακαλούσε κι εκλιπαρούσε τον πατέρα της να μη σφάξουν την αγελάδα. Αυτός τελικά πείστηκε από την κακόψυχη δεύτερη γυναίκα του, έσφαξε την αγελάδα και μαγείρεψαν κι έφαγαν το κρέας της.
Η Μάρω, όπως ήταν επόμενο, δεν έφαγε ούτε μια μπουκιά απ’ αυτό το κρέας, μόνο καθόταν παράμερα κι έκλαιγε. Αμέσως όμως μετά το φαγητό μάζεψε τα κόκκαλα της αγελάδας, τα παράχωσε σε έναν σωρό στάχτης που υπήρχε στην αυλή του σπιτιού της και πήγαινε εκεί κάθε μέρα και θρηνούσε το χαμό της μανούλας της.
"Νγκουκυράτα (τα νοικοκυράτα)": Σκεύη της παλαιάς
νοικοκυράς του Γέρμα στο Λαογραφικό Μουσείο του.
Η μητριά της Μάρως, βλέποντάς την να στέκεται όλη μέρα νηστική και να κλαίει επάνω στο σωρό της στάχτης την παρανόμασε και την αποκαλούσε πλέον Σταχτομάρω. Και μ’ αυτό το παρανόμι έγινε γνωστή τότε η Μάρω σε όλο το χωριό της και με το ίδιο παρανόμι είναι γνωστή μέχρι σήμερα η συγκινητική ιστορία της (: το παρόν παραμύθι).

ΣΗΜΕΙΩΣΗ. Στο διαδίκτυο αναφέρονται άλλα δύο παραμύθια με τον τίτλο «Σταχτομάρω», προερχόμενα από τη Λευκάδα και τη Δίβρη Λαμίας, αντίστοιχα. Ο καταγραφέας του παρόντος παραμυθιού Γ.Τ.Α. δεν γνωρίζει το περιεχόμενο των εν λόγω δύο παραμυθιών, ούτε φυσικά εάν υπάρχει κάποια ανάλογη σχέση μεταξύ αυτών και του εδώ παρουσιαζόμενου.

Παλαιά οικία του Γέρμα , 19ος αιών
(της οικογένειας Δόβα).