Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

Η παραδοσιακή Πρωτοχρονιά στον Γέρμα Καστοριάς.

Κείμενο Ζήση Ε. Χασιώτη.

Ο μήνας Ιανουάριος από χριστιανικής σκοπιάς είναι κατεξοχήν γιορταστικός, αφού περιλαμβάνει πολλές και μεγάλες γιορτές. Αρχίζουμε από την πρώτη Ιανουαρίου που γιορτάζουμε την Πρωτοχρονιά και ταυτόχρονα γιορτάζουμε τη μνήμη του Αγίου Βασιλείου και την περιτομή του Χριστού.
Είναι αλήθεια πως η Πρωτοχρονιά για τον τόπο μας σημαίνει την ελπίδα για την ανανέωση της ζωής. Σιγά-σιγά ο παλιός ο χρόνος φτάνει στη δύση του. Ένας σκεβρωμένος γέροντας φεύγει, για να αφήσει στη θέση του έναν όμορφο νέο. Στα χωριά μας κρατούμε ακόμα πολλά από τα πρωτοχρονιάτικα έθιμα…
Το πιο βασικό σύμβολο της πρωτοχρονιάς για τον Γέρμα Καστοριάς είναι η βασιλόπιτα. Η ιστορία της βασιλόπιτας είναι πολύ παλιά, όσο και η ανθρωπότητα. Από τότε δηλαδή που ο άνθρωπος άρχισε ν’ αλέθει με τους νερόμυλους το σιτάρι και να το κάνει αλεύρι, από τότε άρχισε να αφιερώνει στα πνεύματα μικρά ψωμάκια για να τα εξευμενίσει…
Στον Γέρμα και στα γειτονικά του χωριά του Βοΐου το πρωί της παραμονής οι νοικοκυρές πλάθουν τα φύλλα της βασιλόπιτας, τα ψήνουν για λίγο στη γάστρα ή στη μασίνα και στη συνέχεια τα τοποθετούν στο μεγάλο ταψί (σ’νί). Την ώρα που τοποθετούν τα φύλλα το ένα πάνω στο άλλο, αφού ρίξουν το ανάλογο λίπος και λίγο σταρίσιο τραχανά, βάζουν ανάμεσα και σε ορισμένα σημεία της πίτας μερικά συμβολικά σημάδια, δηλαδή ένα ξυλάκι (δένδρινο) που αντιπροσωπεύει το σπίτι, ένα άχυρο που αντιπροσωπεύει το ζευγάρι (βόδια), ένα ξύλινο στεφάνι που αντιπροσωπεύει τη στρούγκα με τα πρόβατα και τέλος ένα νόμισμα.
Την ημέρα της πρωτοχρονιάς και μετά την απόλυση της Εκκλησίας, όλοι οι χωρικοί βγαίνουν έξω και ανταλλάζουν χειραψίες κι ευχές για μια "Καλή Χρονιά".
Το επίκεντρο του ενδιαφέροντος στα πρωτοχρονιάτικα έθιμα εστιάζεται κυρίως στο ποιος θα βρει το φλουρί (νόμισμα), δηλαδή ποιος θα είναι ο τυχερός του χρόνου, όσον αφορά τα οικονομικά. Το μεσημέρι λοιπόν σε κάθε σπίτι κόβεται η βασιλόπιτα σε τριγωνικά κομμάτια: ένα για τον Άγιο Βασίλειο, ένα για το σπίτι, ένα για τα χωράφια, ένα για τα ζώα και από ένα στο κάθε μέλος της οικογένειας. Στη συνέχεια ο καθένας ψάχνει να βρει το νόμισμα και όποιος το βρει, αυτός είναι ο τυχερός της χρονιάς.
Το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι στα χωριά μας έπαιρνε παλιότερα έναν ιδιαίτερο παραδοσιακό χαρακτήρα. Κυριαρχούσαν από άποψη φαγητών: το χοιρινό με νωπό λάχανο (λαχανάτο) ή με λάχανο τουρσί (αρμάτο) ή με πράσα και με δαμάσκηνα στεγνά (ξάφια) - (πρασάτο) και η ποικιλία αυτή των φαγητών συνοδευόταν από χοιρινή τηγανιά, λουκάνικα και κόκκινο (μπρούσικο) κρασί βαρελίσιο.
Άλλη πρωτοχρονιάτικη συνήθεια είναι το καρναβάλι. Μεταμφιέζονται όλοι οι νέοι του χωριού και γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας και χορεύοντας τα Αϊ-Βασιλιάτικα κάλαντα όπως:
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
ψηλή μου δενδρολιβανιά
κι αρχή, κι αρχή καλός μας χρόνος
εκκλησιά, εκκλησιά μι τ’ άγιου θρόνους.
Αρχή που βγήκιν ου Χριστός
άγιους κι πνευματικός
στη γη, στη γη να περπατήσει
και να μας - και να μας καλοκαρδίσει...
Επίσης τα παιδιά τραγουδούν και παρόμοια τραγούδια με ’κείνα των Χριστουγέννων και άδουν το ανάλογο τραγούδι σε κάθε σπίτι που επισκέπτονται.
Το απόγευμα τα λουγκατσιάρια (= οι καρναβαλιστές) μαζί και όλοι οι χωριανοί συγκεντρώνονται στην πλατεία κι εκεί στρώνεται τρικούβερτο γλέντι μεγάλο μέχρι αργά το βράδυ.
Καλή Χρονιά σε όλους.

Αναδημοσίευση απ’ το βιβλίο του Ζήση Ε. Χασιώτη, Οι δώδεκα μήνες στην ελληνική μας λαογραφία, εκδ. Βοϊακής Εστίας, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 23-30. Προσαρμογή Γ.Α.




Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Γερμανιώτικο ευθυμογράφημα: Τα παπούτσια ανάποδα (!).

Κουνάβι (κναβ)
Την παλαιά εποχή, πριν το έτος 1940, τα “κουζίνια” (= γουνοφόρα δέρματα) των κουναβιών ήταν περιζήτητα και πολύ ακριβά. Ένεκα τούτου, αρκετοί Γερμανιώτες εκείνης της εποχής ανέβαιναν στα ασβεστολιθικά βουνά του χωριού, όπου υπήρχαν πολλές σπηλιές και βραχώδεις οπές κι έστηναν εκεί κατάλληλες “σκανταλιές - καπάνες” (= παγίδες), για να συλλάβουν και φονεύσουν τα κουνάβια που κρύβονταν εντός τους.
Αυτό έκαναν κάποιο χειμωνιάτικο πρωινό και δυο Γερμανιώτες, που ήταν γείτονες, φίλοι και δεινοί κυνηγοί, οι αείμνηστοι, Μίλιος (Μιλτιάδης) Αλεξίου και Θανάσης Λιάντζης, ο αδελφός του Παπαγγελή. Πήγαν στη σπηλιά της “Περιστέρας”, τοποθέτησαν τις ατσάλινες καπάνες τους και συμφώνησαν να μεταβούν εκεί κατά το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας για να πάρουν και μοιράσουν τα κουνάβια που θα έπιαναν.
Ο Γέρμας χιονισμένος.
Το ίδιο βράδυ όμως, ο συμφεροντολόγος Θανάσης άλλαξε γνώμη. Σκέφτηκε να μεταβεί μόνος του στη σπηλιά, πριν ξυπνήσει ο Μίλιος, και να πάρει αποκλειστικά αυτός όλα τα αιχμαλωτισμένα κουνάβια. Και για να πετύχει το σχέδιό του “σοφολόϊσε” (= επινόησε)  κι εφάρμοσε το εξής τέχνασμα. Φόρεσε τα παπούτσια του ανάποδα  (: έβαλε τις φτέρνες των παπουτσιών μπροστά και τις μύτες πίσω) και βάδισε προς την υπόψη σπηλιά. Έτσι, ενώ αυτός πήγαινε προς τη σπηλιά, οι πατημασιές του επάνω στο παχύ  χιόνι έδειχναν ότι είχε ήδη επιστρέψει απ’ αυτήν!
Περί τα χαράματα ξύπνησε και ο Μίλιος και πήγε στο σπίτι του Θανάση για να τον  φωνάξει και να πάνε μαζί στα κουνάβια. Είδε όμως στην εξώπορτα του φίλου του τις πατημασιές στραμμένες προς το εσωτερικό του σπιτιού και υπέθεσε λογικά ότι αυτός θα είχε γυρίσει ήδη απ’ το κυνήγι.  Κατόπιν τούτου επέστρεψε και ο ίδιος στην οικία του και κοιμήθηκε.

Παγίδα κουναβιού.
Το πρωί ξαναξύπνησε ο Μίλιος και κοίταξε αδιάφορα έξω απ’ το παράθυρό του. Και τότε είδε το φίλο του Θανάση να μπαίνει βιαστικά στο σπίτι του έχοντας στην πλάτη του ένα τσουβάλι γεμάτο σκοτωμένα κουνάβια.  Αμέσως κατάλαβε τι είχε συμβεί, γέλασε με την καρδιά του και την ίδια ημέρα διηγήθηκε το κωμικό συμβάν στους συγχωριανούς του, που το λένε και γελούν μέχρι σήμερα. 
(Γιώργος Τ. Αλεξίου)


Το βουνό Πάσχος του Γέρμα χιονισμένο,

Το πατρικό σπίτι του Μίλιου Αλεξίου, έτ. 1851 ή 1861.
Πίνακας Γ.Τ.Α.

Το ασβεστολιθικό βουνό Μελίσσι του Γέρμα.

Χιόνια στον ενοριακό ναό του Γέρμα.

Καπάνα (παγίδα) κουναβιών.

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017

Τρία Κυπραίικα γαϊδούρια στον Γέρμα κατά τη δεκαετία 1950 – 60.

Κυπραίικο γαϊδούρι.
Περί το έτος 1950, αμέσως μετά την Κατοχή και τον Ανταρτοπόλεμο (1941 – 49), οι αγρότες του Γέρμα είχαν ξεμείνει από φορτηγά ζώα (: άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια) και γι’ αυτό αδυνατούσαν να εργαστούν τακτικά και συστηματικά στα κτήματά τους και να συντηρήσουν τις πολυμελείς οικογένειές τους. Οι τότε σύμμαχοί μας, για να αναπληρώσουν αυτήν τη βασική έλλειψη, μετέφεραν από διάφορες φιλικές χώρες στην Ελλάδα και μοίρασαν στους χωρικούς της αρκετά τέτοια ζώα.
Στον Γέρμα Καστοριάς έφεραν αρκετά άλογα, κάμποσα μουλάρια και τρία Κυπραίικα (: Κυπριακά) γαϊδούρια. Τα εν λόγω γαϊδούρια ήταν μεγαλόσωμα, γεροδεμένα, υπομονετικά και πολύ συμπαθητικά, τα παρέλαβαν δε οι αείμνηστοι, Γεώργιος (Γιωργούλης) Αλεξίου, Ζήσης Πανές (Μήταλας) και Μίχος Τζήμας.
Ο Γιωργούλης Αλεξίου (+1964)
ιδιοκτήτης του "Κύπρου".
Τον καιρό εκείνο οι Γερμανιώτες έδιναν απαραιτήτως στα ζώα τους κάποιο χαρακτηριστικό όνομα, που γινόταν και ήταν γνωστό σε όλο το χωριό. Έτσι λοιπόν, ο Γιωργούλης Αλεξίου έδωσε στον αγαπημένο του γάιδαρο το όνομα «ο Κύπρος», λόγω της καταγωγής και προέλευσης του ζώου απ’ τη μαρτυρική Μεγαλόνησο. Αντιστοίχως ο Ζήσης Πανές ονόμασε τον όνο του «ο Γκέσος», απ’ το γκριζόλευκο χρώμα της κεφαλής του, ενώ ο Μίχος Τζήμας του χάρισε ανεξήγητα το πρωτόφαντο όνομα «ο Λιόμπλιος» (!).
Το πιο γνωστό, συμπαθητικό και “δημοφιλές” απ’ τα προαναφερόμενα τρία ζώα ήταν ο Κύπρος. Το γαϊδούρι αυτό βρισκόταν τις περισσότερες ημέρες του χρόνου στο αλώνι του Γιωργούλη δεμένο απ’ τον “στέντζιαρο” (= γερός πάσσαλος στημένος όρθια στο κέντρο του αλωνιού), κι έτρωγε συνήθως μια “τουλούπα γιόντζια” (= ένα μικρό δεμάτι τριφυλλιού, μηδικής).
Ο αείμνηστος Γιωργούλης ήταν τότε περασμένης ηλικίας και ως εκ τούτου εργαζόταν εξ ανάγκης περιστασιακά και μάλιστα έκανε μόνο λίγες κι ελαφριές δουλειές με τον Κύπρο του. Αυτό το γνώριζαν οι συγχωριανοί του και γι αυτό, όταν χρειάζονταν για μια - δυο ημέρες κάποιο βοηθητικό ζώο, δανείζονταν τον Κύπρο και προσέφερναν ως “ενοίκιο” στον ιδιοκτήτη του δύο – τρία "πισνίκια" (= μεγάλα χωριάτικα ψωμιά) ή τρεις – τέσσερις "πλαστρίνες"  (= κομμάτια) εκλεκτού Γερμανιώτικου τυριού. Με τον τρόπο αυτόν ο γεροδεμένος Κύπρος είχε προσφέρει επί μία δεκαετία περίπου τις πολύτιμες υπηρεσίες του στους περισσότερους αγρότες του Γέρμα και για τούτο, όταν απεβίωσε περί το έτος 1960, στενοχωρήθηκαν και λυπήθηκαν μαζί με τον παππού Γιωργούλη και όλοι οι συγχωριανοί του.
Κατά την ίδια χρονική περίοδο απεβίωσαν και τα άλλα δύο Κυπριακά γαϊδούρια του Γέρμα, που ήταν επίσης πασίγνωστα και αγαπητά στο χωριό και που η ανάμνησή τους είναι ακόμη ζωντανή στους ηλικιωμένους φιλόζωους κατοίκους του.

Ο καημένος
Στο λιβάδι ξεχασμένος
ένας γάιδαρος βοσκούσε
τίποτ’ άλλο δε ζητούσε
ο καημένος.
……………………………
Το χορτάρι του μασούσε
κι ήταν τρισευτυχισμένος
και το ξύλο λησμονούσε
ο καημένος.
………………………………
Και την τύχη ευχαριστούσε,
που δεν ήταν φορτωμένος,
και τα δυο του αυτιά κουνούσε
ο καημένος.
…………………………………
Τους εχθρούς του συχωρούσε
κι ήτανε συχωρεμένος,
και τον κόσμον αγαπούσε
ο καημένος.
…………………………………
Το Θεό παρακαλούσε
 για να μείνει εκεί δεμένος
και να βόσκει όσο θα ζούσε
ο καημένος.
(Ποίημα Ζαχαρία Παπαντωνίου)

Βλέπε για το κυπριακό γαιδούρι:
https://www.bigcyprus.com.cy/el/article/kypriako-gaidoyri

Το όμορφο χωριό Ο Γέρμας Καστοριάς.

Το άλογο του Γερμανιώτη Λάζαρου Δ. Κοντσιώτη.

Δεξιά ο αείμνηστος Ζήσης Πανές (Μήταλας)

Φοράδα με το πουλαράκι της.
Του κ. Φίλιππα Φαφούτα.

Ο αείμνηστος Βαγγέλης Παπατζήμος
με την εγγονούλα του Στυλιανή.

Ο κ. Ζήσης Τσιουχαδάρης. Έτ. 1960.

Άλογο σε παραδοσιακή κρήνη του Βογατσικού.

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

Λαϊκό ιστόρημα παλαιών κατοίκων του Γέρμα: “Η αρκούδα που μύριζε άσχημα”.

Αρκούδα. Η φωτογραφία ελήφθη απ' το Διαδίκτυο.
Ζούσε κάποτε μέσα σε ένα πυκνό δάσος μια αρκούδα με τα δύο αρκουδάκια της. Κάποια ημέρα αυτή η αρκούδα συνάντησε στο δρόμο της ένα νεογέννητο παιδάκι (βρέφος), που το είχε εγκαταλείψει εκεί η μητέρα του. Η αρκούδα πήρε το παιδί στη φωλιά της, το έτρεφε αρκετό καιρό με το γάλα της κι όταν μεγάλωσε το έστειλε στον κόσμο για να βρει τους συγγενείς του.
Πέρασαν τα χρόνια, το παιδί έγινε άντρας, και μια ημέρα πήγε στο δάσος για κυνήγι. Εκεί συνάντησε τυχαία την αρκούδα, την αγκάλιασε, τη φίλησε και μετά τη ρώτησε το εξής:
-       Αγαπημένη μου αρκούδα, εσύ που με γλύτωσες από βέβαιο θάνατο όταν ήμουν μικρός, πες μου τι θέλεις να κάνω για να σ’ ευχαριστήσω;
-       Θέλω να κοιμηθούμε μια βραδιά μαζί στο ίδιο στρώμα, όπως τότε που ήσουν παιδάκι στη φωλιά μου, είπε η αρκούδα.
-       Αυτό δεν πρόκειται να το κάνω, είπε ο άντρας, επειδή μυρίζεις άσχημα.
-       Όταν σε έτρεφα με το γάλα μου και σε μεγάλωνα όπως τα παιδιά μου δεν μύριζα άσχημα; απάντησε η αρκούδα….

Ο Γέρμας και αριστερά στο βάθος του βουνό
Μουρίκι (υψ. 1703 μ.), βιότοπος της αρκούδας.
Καταγραφή Γ.Τ.Α./12-12-2017.

Η φωτογραφία ελήφθη απ' το Διαδίκτυο.

Δάσος στον Γέρμα, περιοχή Γιάζια.

Η "Ράχη της Τσούκας" στον Γέρμα.

Η φωτογραφία ελήφθη απ' το Διαδίκτυο.

Δάσος νεαράς δρυός στον Γέρμα.

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Γερμανιώτικο ευθυμογράφημα: «Κούτσι – κούτσι, λύκε» (δηλαδή, έλα – έλα, λύκε).

Απεικόνιση ζώων και πτηνών σε τοιχογραφία του ναού
Αγίου Νικολάου Θεολογίνας, Καστοριάς. έτ. 1663.
Εισαγωγικό σημείωμα.
Την παλαιά εποχή, πριν το έτος 1965, όλοι σχεδόν οι Γερμανιώτες ήταν γεωργοκτηνοτρόφοι και είχαν στην κατοχή τους πολλά ζώα, μικρά και μεγάλα. Τα παιδιά των εν λόγω αγροτών αγαπούσαν πολύ τα μικρά ζώα τους κι έπαιζαν με αυτά. Όταν κάποιο παιδί ήθελε τότε να προσκαλέσει κοντά του κάποιο αρνάκι, κατσικάκι, πουλαράκι, μοσχαράκι, έπαιρνε στο χέρι του λίγο καρμά (= σπασμένο καρπό καλαμποκιού) το άπλωνε προς το μέρος του μικρού ζώου κι έλεγε π.χ.: «Κούτσι – κούτσι αρνάκι», δηλαδή, «έλα- έλα εδώ αρνάκι». Κι αυτό πήγαινε πρόθυμα κοντά του κι έπαιζαν μαζί.

«Κούτσι – κούτσι, λύκε»
Κατά την εικοσαετία 1920-40, υπήρχαν αρκετοί κάτοικοι του Γέρμα που κυνηγούσαν στα βουνά και τα δάση του χωριού διάφορα θηράματα, κυρίως λαγούς και αγριογούρουνα για το νόστιμο κρέας τους, και λύκους, αλεπούδες και κουνάβια για το πολύτιμο δέρμα τους. Οι Γερμανιώτες αυτοί σκότωναν τα θηράματα συνήθως με κυνηγητικά όπλα, μερικές φορές όμως χρησιμοποιούσαν και άλλα μέσα και τεχνάσματα, όπως: α)τον «πλάνο», που ήταν ένα ζωντανό κατσικάκι δεμένο κατά τις νυχτερινές ώρες σε ένα δενδρύλλιο, ως δόλωμα για τους λύκους, β) τη «γούρνα», που ήταν ένα βαθύ όρυγμα μήκους 2 μ. περίπου, πλάτους 1 μ., και ύψους 2 μ., για τον εγκλωβισμό αγριόχοιρων, και γ) την «παγίδα», που ήταν μία ειδική θηλιά από ατσάλινο σύρμα για τη σύλληψη κουναβιών.
Άποψη του  Γέρμα από το Στέκι αναψυχής
του Γ.Τ.Α., στο βουνό Πάσχος.
Οι πιο ικανοί κυνηγοί εκείνης της περιόδου ήταν δύο, ο Θανάσης Λιάντζης, αδελφός του Παπαγγελή, και ο Μίλιος (Μιλτιάδης) Αλεξίου. Οι κυνηγοί αυτοί ανέβαιναν κατά τους χειμερινούς μήνες στο ψηλό βουνό «Τσιούκα», εντόπιζαν μια «γουρνόστρατα» (= μονοπάτι απ’ το οποίο διάβαιναν αγριόχοιροι), έσκαβαν εκεί μια μεγάλη «γούρνα» και την κάλυπταν με κλαδιά δέντρων και φύλλα, για να πέσει μέσα της κάποιο αγριογούρουνο και να το σκοτώσουν.
Αυτό έπραξαν και μια βροχερή ημέρα της αναφερόμενης χρονικής περιόδου. Ανέβηκαν στην «Τσιούκα», άνοιξαν ένα όρυγμα σε κατάλληλο σημείο, το κάλυψαν καλά, και το επόμενο πρωινό πήγαν να ιδούνε αν είχε παγιδευτεί εκεί κάποιο ζώο.
Πρώτος έτρεξε στη «γούρνα» ο Θανάσης Λιάντζης, έσκυψε πάνω της με ανυπομονησία και διέκρινε αμυδρά κάποιο ζώο που πηδούσε να βγει απ’ αυτήν. Προσπάθησε να ιδεί καλύτερα και τότε ξαφνικά γλίστρησε και βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει στον πάτο του ορύγματος, μαζί με έναν άγριο λύκο. Έντρομος είδε το λύκο στριμωγμένο σε μια γωνιά, να γρυλίζει και να δείχνει τα φοβερά δόντια του. Τότε ο Θανάσης, παραπαίοντας από το φόβο του, άπλωσε ασυναίσθητα το χέρι του προς το λύκο και σαν να ήταν (ο λύκος) ένα άκακο αρνάκι τον προσκάλεσε κοντά του λέγοντας «Κούτσι – κούτσι (= έλα – έλα), λύκε»(!).
Ο Μίλιος Αλεξίου (αριστερά), 1881 - 1981.
Και ο λύκος δεν έχασε την ευκαιρία. Πήδηξε πάνω στον ώμο του Θανάση και με ένα σάλτο βρέθηκε έξω από το όρυγμα κι εξαφανίστηκε στο παρακείμενο δάσος. Στη στιγμή έφθασε εκεί και ο Μίλιος και βοήθησε τον κατατρομαγμένο φίλο του Θανάση να βγει σώος από το όρυγμα.
Αυτό το απρόοπτο κι ευτράπελο γεγονός έγινε αμέσως γνωστό σε όλο το χωριό και το διηγούνται μέχρι σήμερα οι κυνηγοί και οι λοιποί κάτοικοι του Γέρμα.
Γεώργιος Τ. Αλεξίου

Μυθικά ζώα σε τοιχογραφία του ναού
Αγίου Νικολάου Κρεπενής, έτ. 1753.
Λύκος. Ξυλόγλυπτη παράσταση
στο ναό Αγίου Γεωργίου Μουζεβίκη (17ος αιών;)
Τοιχογραφία στον Άγιο Νικόλαο Κρεπενής


Ξυλόγλυπτη παράσταση 17ου αιώνα
στο ναό Αγίου Σπυρίδωνος Καστοριάς.

Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

Λαογραφικά του Γέρμα Καστοριάς, τραγούδια και παροιμίες.

Παρωδία Γερμανιώτικου γάμου την Πρωτοχρονιά.
Α) Παραδοσιακά τραγούδια παλαιών Γερμανιωτών

1) Της Κυρατσοβιάς η κόρη.
Της Κυρατσοβιάς η κόρη απ’ το Κόλιαντρο (;),
κάθε Κυριακή αλλάζει και στολίζεται
και στις σκάλες π’ ανεβαίνει μον’ γυαλίζεται.
.........................................................
Κι ο Μεχμέτ Αγάς ’πο πέρα χαμογέλασε,
ρίχνει μήλο τη βαραίνει, δεν τον λόγιασε,
ρίχνει μάλαμα κι ασήμι, χαμογέλασε.

2) Βουλγαροπούλα θέριζε
Βουλγαροπούλα θέριζε,
ντουρ Γκέγκα μ’, ντουρ,
σ’ έναν μεγάλο κάμπο,
Βουλγαροπούλα μου,
...........................................
κι ο Γκέγκας την αγνάντευε,
ντουρ Γκέγκα μ’ ντουρ,
από μια ψηλή ραχούλα,
Βουλγαροπούλα μου,
...........................................
ειν’ οι χειρές (=δεματάκια) σαν πρόβατα,
ντουρ Γκέγκα μ’, ντουρ,
τα δεμάτια σαν κριάρια,
σε κλαιν’ τα μάτια μου.

Ο Γέρμας Καστοριάς
3) Πεθερός και πεθερά (σκωπτικό άσμα αρραβώνων)
Τον κακό τον πεθερό,
τον στρώνω εδώ, τον στρώνω εκεί,
τον στρώνω στρώμα από σακί.
………………………………
Και την κακιά την πεθερά,
τη στρώνω εδώ, την στρώνω εκεί,
τη στρώνω ένα προσκέφαλο
κι ένα γουμαροκέφαλο.

Β) Παροιμιακές φράσεις παλαιών Γερμανιωτών
1.         Αυτός αν είχε ικανή (= άξια) γυναίκα, με τα τόπια (= βόμβες) δεν θα τον σήκωναν (δηλαδή, θα είχε μεγάλη προκοπή και κύρος στην κοινωνία).
2.         Δώμ’ ξινόμπαμπω μ’ κουλούρα (= δώσε με μπάμπω μου ξινή κουλούρα). (Το λένε σε κάποιον που κάνει μια δουλειά παράκαιρα, με καθυστέρηση, "κατόπιν εορτής").
3.         Εμείς τη νύφη μας την έχουμε μόνο για το μπουχαρί. (Το λένε οι συγγενείς του γαμπρού σ’ αυτούς που μέμφονται τη νύφη τους για την οκνηρία της).
4.         Να πηγαίνετε στην εκκλησιά, για να φοβάστε τον Θεό. Αυτοί που δεν πηγαίνουν είναι αθεόφοβοι.
5.         Αυτός τράνεψε με τις λειτουργιές (= τα πρόσφορα) της εκκλησιάς. (Λέγεται για παπαδοπαίδι, που "δεν αγαπάει πολύ τη δουλειά", που δεν ξέρει "πως βγαίνει το ψωμί").
6.         Να μην "πηγαίνετε" με Τουρκάλες, γιατί θα σας φύγει το άγιο μύρο (που σας έβαλε ο παπάς όταν σας βάπτισε).
7.         Τι κρυώνεις έτσι; δεν βαραίνουν τα κρούσταλλα.
8.         Όποιος έφαγε το μέλι έχει τη μύγα στο κεφάλι. (Το λένε σε κάποιον που προσπαθεί ανεπιτυχώς να καλύψει ένα παράπτωμά του).
9.     Ό,τι κι αν κάμεις να έχεις την ημέρα μπροστά σου ( δηλαδή, να αρχίζεις όλες τις εργασίες σου το πρωί).
10.     Τα μυρμήγκια είναι πλούτος. (Το λένε σε κάποιον, όταν εμφανιστούν  στην αυλή τού σπιτιού του μυρμηγκοφωλιές με αναρίθμητα μικροσκοπικά μυρμήγκια).

Χριστουγεννιάτικο δέντρο του Γέρμα.
Καταγραφή Γ.Τ.Α., Οκτώβριος - Νοέμβριος 2017.

Ζεύγος παλαιών Γερμανιωτών.
Ο Γρηγόρης Μανίκας και η σύζυγός του.


Τρεις φίλοι, αείμνηστοι πλέον. Έτ. 2005.

Χριστουγεννιάτικη φάτνη στον Γέρμα.


Χιόνια στο μνημείο
του Ανώνυμου Μακεδονομάχου

Σελτσιώτης σαμαράς στην πλατεία του Γέρμα, έτ. 2002.

Χιόνια στην προτομή του καπετάν-Γέρμα.