Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

Η νεαρή κοπέλα που επέρδετο συχνά. Λαϊκό ιστόρημα από τον Γέρμα Καστοριάς

Νύφη και γαμβρός.
Το σκίτσο ελήφθη απ' το Διαδίκτυο.
Zούσε κάποτε σε ένα χωριό μια νεαρή κοπέλα, η οποία είχε την κακιά συνήθεια να πέρδεται συχνά. Μάλιστα, κάθε φορά που άφηνε μία πορδή έλεγε σιγανά: “να την πιει αυτός που έρχεται από πίσω”, δηλαδή ο Διάβολος (σ.σ. κατά τη λαϊκή ρήση “πίσω μου σ’ έχω Σατανά”). Το άκουγε αυτό ο “Αναθεματισμένος” που ήταν πίσω της, σκύλιαζε από το κακό του και σκεφτόταν να βρει την κατάλληλη ώρα και τον “διαβολικό” τρόπο να την εκδικηθεί και να την ξευτελίσει. Και όντως την εξευτέλισε κατά την ημέρα που αυτή (η κοπέλα) παντρευόταν στην πλατεία του χωριού της, με τον τρόπο που περιγράφεται ακολούθως.
Όταν γινόταν ο προαναφερόμενος γάμος της κοπέλας και άρχισαν τα όργανα να παίζουν το νυφιάτικο τραγούδι, άρχισε και αυτή - η νύφη - να χορεύει με αγωνία, λόγω της κατακριτέας συνήθειάς της, προσέχοντας όμως ιδιαίτερα τον νταουλτζή κι εφαρμόζοντας την εξής πονηρή τακτική:
Γαρδένια
Τη στιγμή που ο υπόψη μουσικός χτυπούσε δυνατά το νταούλι του, ακριβώς την ίδια στιγμή και αυτή άφηνε να της ξεφύγει μία πορδή, υπολογίζοντας και πετυχαίνοντας έτσι να καλυφθεί ο απαίσιος ήχος της από το δυνατό θόρυβο του μουσικού οργάνου. Αυτήν την έξυπνη τακτική της νύφης την αντιλήφθηκε αμέσως ο παμπόνηρος “Διάτανος”, πήγε γρήγορα και στάθηκε αόρατος δίπλα στον “αργανά” (: ο εύσωμος  μουσικός που κρατάει το νταούλι), και την ώρα που αυτός κατέβαζε το νταουλόξυλο να χτυπήσει το τεντωμένο δέρμα του μουσικού  οργάνου, ο "Διάτανος" το τρύπησε με μία καρφίτσα που είχε στο χέρι του, με αποτέλεσμα να ξεφουσκώσει αυτό και να μην κάνει τον αναμενόμενο κρότο. Αυτήν την ξαφνική αχρήστευση του νταουλιού δεν την ανέμενε η νύφη και γι’ αυτό δεν πρόλαβε να κρατηθεί και αμόλησε την αντίστοιχη πορδή, η οποία δυστυχώς ήταν γερή και ακούστηκε σε όλη την πλατεία.
Το τι έγινε μετά απ’ αυτό το κωμικό συμβάν δεν περιγράφεται. Ο κόσμος ξέσπασε σε δυνατά γέλια, Ο γαμβρός και τα πεθερικά τής νύφης θύμωσαν πολύ κι έφυγαν από το χορό, η νύφη άρχισε να κλαίει από ντροπή κι έτρεξε στο σπίτι της, και τέλος, διαλύθηκε το γαμήλιο γλέντι, αλλά κι επινοήθηκε ταυτόχρονα η γνωστή παροιμία, «έκλασε η νύφη, σχόλασε ο γάμος».


(Το ιστόρημα κατέγραψε στον Γέρμα ο Γ. Α.)


Νταουλτζής στον Γέρμα.

Νταούλι.

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Οι σαράντα ανόητοι δράκοι και ο καπάτσος υπηρέτης τους

Ερπετόμορφος δράκοντας
σε ναό του Γέρμα (έτ. 1775).
Γερμανιώτικο παραμύθι

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν επάνω στο ψηλό και απότομο βουνό “Μελίσσι” τού Γέρμα 40 δράκοι (= θηριόμορφοι αγριάνθρωποι). Οι δράκοι αυτοί όλη την ημέρα κοιμούνταν σε μια μεγάλη σπηλιά που βρίσκεται εκεί και το βράδυ κατέβαιναν στα γύρω χωριά, Βογατσικό, Κωσταράζι, Δρυόβουνο, Σισάνι, Κορησό κ.ά., πατούσαν σπίτια, λήστευαν τους χωρικούς και έπαιρναν χρυσές λίρες.
Κάποια ημέρα, ένας νεαρός κι έξυπνος Γερμανιώτης σκέφτηκε να μεταβεί στη σπηλιά των ανόητων δράκων, να γίνει δούλος και υπηρέτης τους, να αποκτήσει την εμπιστοσύνη τους και κατόπιν να τους ξεγελάσει και να πάρει τις λίρες τους. Και αυτό έπραξε. Ανέβηκε στο βουνό όπου κατοικούσαν οι δράκοι, έγινε δούλος τους και τους υπηρετούσε όλη μέρα με προθυμία, ενώ τα βράδια κοιμόταν τυλιγμένος με την κάπα του έξω από τη σπηλιά τους.
Πέρασε λίγος καιρός και κάποιο πρωινό οι δράκοι έδωσαν στον υπάκουο υπηρέτη τους ένα τσεκούρι και τον πρόσταξαν να πάει στο κοντινό δάσος, να κόψει πολλά δέντρα και κατόπιν να τα κουβαλήσει με τη σειρά και να τ’ αποθηκεύσει στη σπηλιά τους. Πράγματι ο νεαρός υπηρέτης πήγε στο δάσος, αλλ’ όμως, αντί να κόψει με το τσεκούρι του ένα – ένα τα δέντρα, άρχισε να τα δένει όλα μαζί με μια ψιλή κλωστή που είχε στη τσέπη του. Όταν το είδαν αυτό οι κουτοί δράκοι παραξενεύτηκαν και τον ρώτησαν τι προσπαθεί να κάνει. Τότε αυτός τους απάντησε, ότι θέλει να ξεριζώσει μεμιάς όλα τα δέντρα και να τα μεταφέρει όλα μαζί στη σπηλιά τους (!).
Το βουνό "Μελίσσι" του Γέρμα,
όπου κατοικούσαν οι 40 δράκοι.
Ακούγοντας οι κουτοί δράκοι αυτά τα πονηρά λόγια τού υπηρέτη τους θεώρησαν ότι είναι πολύ δυνατός άνθρωπος και ότι σκόπευε να τους καταπλακώσει με τα δέντρα και να τους σκοτώσει. Τρομοκρατήθηκαν λοιπόν και τον παρακάλεσαν να μην ξεριζώσει και να μη μεταφέρει τα δέντρα στην σπηλιά τους. Αμέσως μετά συζήτησαν στα κρυφά μεταξύ τους και αποφάσισαν να τον σκοτώσουν το ίδιο βράδυ με δόλο, ρίχνοντας επάνω στην κάπα του, την ώρα που αυτός θα κοιμόταν, βραστό νερό. Όμως ο πονηρός υπηρέτης είχε κρυφακούσει τη συνομιλία των δράκων και γι’ αυτό όταν βράδιασε έβαλε κάτω από την κάπα του μια μεγάλη πέτρα και ο ίδιος ανέβηκε σε ένα ψηλό δέντρο για να ιδεί τι θα γίνει. Και πράγματι, γύρω στα μεσάνυχτα βγήκαν οι δράκοι απ’ τη σπηλιά, πήγαν στο μέρος όπου συνήθιζε να κοιμάται ο υπηρέτης τους, έριξαν επάνω στην κάπα του πολύ ζεματιστό νερό, και όταν υπολόγισαν ότι θα είχε πεθάνει ξαναγύρισαν ευχαριστημένοι στη σπηλιά τους. Αμέσως τότε ο νεαρός κατέβηκε από το δέντρο, τυλίχτηκε πάλι με την κάπα του και ξανακοιμήθηκε.
Επισκέπτες στην είσοδο της "σπηλιάς του δράκου",
στην πόλη της Καστοριάς.
Το άλλο πρωί οι δράκοι πήγαν στο μέρος όπου είχαν ρίξει το βραστό νερό, υπολογίζοντας να βρουν το υπηρέτη τους νεκρό κάτω από την κάπα του, τον βρήκαν όμως να είναι ολοζώντανος και χαρούμενος. Όταν το είδαν αυτό απόρησαν και τον ρώτησαν πώς πέρασε το προηγούμενο βράδυ και τότε αυτός τους είπε, ότι είχε κοιμηθεί πολύ ωραία, μόνο που έκανε υπερβολική ζέστη και γι΄ αυτό είχε ιδρώσει λιγάκι.
Μετά απ’ αυτό το απρόσμενο, κατά την αντίληψή τους, γεγονός οι κουτοί δράκοι πανικοβλήθηκαν και χώθηκαν φοβισμένοι μέσα στη σπηλιά τους.
Ύστερα από μερικές ημέρες οι σαράντα δράκοι πρόσταξαν τον καπάτσο δούλο τους να κατέβει απ’ το ψηλό βουνό, να πάει στη βρύση του Αλωνέτου που βρίσκεται δίπλα στο ποτάμι του Γέρμα, να γεμίσει δυο μεγάλα "δερμάτια" (: ασκιά) με πόσιμο νερό απ’ αυτήν και να τα μεταφέρει επάνω στη σπηλιά τους. Και αυτό έκανε. Πήρε τα άδεια ασκιά, πήρε όμως κι έναν κασμά κι ένα φτυάρι, και κατέβηκε στο ποτάμι. Μόλις έφτασε εκεί, αντί να γεμίσει τα ασκιά με το νερό της βρύσης, άρχισε να σκάβει με τον κασμά του ένα ανηφορικό αυλάκι απ’ το ποτάμι προς την κορυφή του βουνού.
Ο Γέρμας, το χωριό με την πλούσια λαογραφία.
Όταν το είδαν αυτό οι κουτοί δράκοι απόρησαν και τον ρώτησαν τι προσπαθεί να κάνει, και τότε αυτός τους είπε, ότι θέλει ν’ ανεβάσει το νερό του ποταμού επάνω στη σπηλιά τους, για να το έχουν πάντα άφθονο κοντά τους και να πίνουν όσο επιθυμούν. Ακούγοντας οι ολιγόμυαλοι δράκοι αυτά τα λόγια του καταφερτζή υπηρέτη τους πίστεψαν ότι πράγματι θα ανέβαζε στη σπηλιά τους το νερό του ποταμιού και ότι μετά θα τους έπνιγε. Φοβήθηκαν λοιπόν πολύ και γι’ αυτό τον παρακάλεσαν να μη σκάψει το αυλάκι και να μη τους κουβαλάει εφεξής νερό με τα ασκιά. Αμέσως μετά μπήκαν στη σπηλιά, συζήτησαν στα κρυφά μεταξύ τους και πήραν την απόφαση να τον σκοτώσουν το ίδιο βράδυ με πονηριά, χτυπώντας τον με τα κοφτερά τσεκούρια τους, την ώρα που αυτός θα κοιμόταν τυλιγμένος με την κάπα του.
Η βρύση του Αλωνέτου, απ' την οποία
έπαιρναν πόσιμο νερό οι δράκοι.
Όμως ο καπάτσος υπηρέτης κρυφάκουσε ξανά τη συνομιλία των δράκων και γι’ αυτό όταν νύχτωσε τύλιξε με την κάπα του ένα μεγάλο κούτσουρο και ο ίδιος κρύφτηκε πίσω από έναν θάμνο και περίμενε να ιδεί τι θα συμβεί. Πράγματι, όταν έφτασαν τα μεσάνυχτα βγήκαν οι δράκοι απ’ τη σπηλιά, πήγαν στο μέρος όπου συνήθιζε να κοιμάται ο νεαρός δούλος, άρχισαν να κτυπούν δυνατά την κάπα του με τα τσεκούρια τους, και όταν υπολόγισαν ότι θα είχε πεθάνει απ’ τις τσεκουριές ξαναγύρισαν ικανοποιημένοι στη σπηλιά τους. Αμέσως τότε ο υπηρέτης βγήκε από την κρυψώνα του, τυλίχτηκε με την κάπα του και ξανακοιμήθηκε.
Το άλλο πρωί οι δράκοι πήγαν στο μέρος όπου κοιμόταν ο υπηρέτης τους πιστεύοντας ότι θα να τον βρουν νεκρό κάτω από την κάπα του, τον βρήκαν όμως να κοιμάται ολοζώντανος. Όταν το είδαν αυτό ξαφνιάστηκαν και τον ρώτησαν πώς κοιμήθηκε το προηγούμενο βράδυ και τότε αυτός τους είπε, ότι είχε κοιμηθεί πολύ καλά, μόνο που τον είχαν τσιμπήσει λίγο οι ψύλλοι.
Μετά απ’ αυτό το αναπάντεχο, κατά τη γνώμη τους, γεγονός οι κουτοί δράκοι πίστεψαν ότι ο υπηρέτης τους ήταν πανίσχυρος, φοβήθηκαν πολύ τη δύναμή του και γι’ αυτό του έδωσαν ένα σακούλι γεμάτο λίρες και τον παρακάλεσαν να φύγει γρήγορα από κοντά τους. Και πράγματι, ο νεαρός πήρε τις λίρες, γύρισε ευχαριστημένος και χαρούμενος στο σπίτι του και από τότε έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα.
(Γ.Τ.Α.)

Λεξιλόγιο: 1) Καπάτσος = καταφερτζής, επιτήδειος, ικανός να πετυχαίνει τους στόχους του, να επωφελείται απ’ τις εκάστοτε περιστάσεις.

2) Κασμάς = σκαπάνη, αξίνα.



Άλογο δράκων. Τοιχογραφία σε ναό της Καστοριάς.

Μεταβυζαντινή τοιχογραφία ναού της Καστοριάς.