Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Δάσκαλος στα καλύβια των Σαρακατσαναίων (περίοδος 1941-1944). Κείμενο του αείμνηστου ειρηνοδίκη Γεωργίου Κ. Κατσάνου (+2016).

Αναγνωστικό Γ΄ Δημοτικού, έτ. 1918.
      Πάνε από τότε πολλά, πάρα πολλά χρόνια. Όταν τα γεγονότα μιας εποχής είναι άγριας μορφής, εκβιαστικά, τρομοκρατικά, θανάσιμα, δεν εξαλείφονται εύκολα από τη μνήμη του ανθρώπου που τα έζησε και επέζησε από αυτά.
      Τέτοια ήταν τα γεγονότα της Κατοχής (1941-1944). Δύσμοιρη γενιά η γενιά του σαράντα, στην οποία ανήκει και ο γράφων, που μόλις είχε τελειώσει και μάλιστα πρόωρα (σε ηλικία 17 χρονών) το Γυμνάσιο Τσοτυλίου…
          Εν πάση περιπτώσει, ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, πρόβαλε και μια ευχάριστη είδηση.
      Ένας συγγενής μου από τη Βλάστη μας ειδοποίησε ότι μου βρήκε δουλειά. Να πάω για δυο μήνες του καλοκαιριού, Ιούλιο και Αύγουστο, να κάνω το δάσκαλο στα παιδιά των Σαρακατσαναίων που είχαν στήσει τα καλύβια τους παράπλευρα στο Σινάτσικο, με αμοιβή μια οκά σιτάρι την ημέρα.
      Καλή η είδηση, αλλά σκέφθηκα το τι θα αντιμετώπιζα στο βουνό αυτό, ζώντας με αγνώστους ανθρώπους μέσα στα καλύβια και σε τόσο δύσκολη εποχή. Αλλά και πάλι ξανασκέφτηκα ότι η αμοιβή αυτή της μιας οκάς σιταριού για κάθε ημέρα δεν ανταλλάσσονταν με τίποτα, αν ληφθεί υπόψη ότι λίγο σιτάρι έσωζε μια ζωή από το φάσμα της πείνας.
      Ίσως πολλοί αναγνώστες να μη μπορέσουν να κατανοήσουν καν αυτό το τελευταίο. Είναι οι τυχεροί της ζωής όσοι δεν δοκίμασαν το φάσμα της πείνας.
     
Ο αείμνηστος ειρηνοδίκης Γεώργιος Κατσάνος
από τον Γέρμα Καστοριάς (+2016).
Χωρίς άλλη σκέψη ένα πρωινό, αφού βάφτισα τον εαυτό μου δάσκαλο, ξεκίνησα να συναντήσω τους Σαρακατσαναίους. Έξι ώρες βάδιζα μόνος σ’ ένα δρόμο έρημο, όπου μπορούσε να μου συμβεί οποιοδήποτε κακό, χωρίς καμιά βοήθεια από πουθενά.
      Ευτυχώς όλα πήγαν καλά, όταν κάποια στιγμή αντίκρισα από μακριά τα καλύβια, όλα ομοιόμορφα σαν φυτρωμένα μανιτάρια. Μου θύμισαν κάπως τις πυραμίδες του Φαραώ, όπως τις διαβάζαμε στα βιβλία.
      Άστραψαν τα μάτια μου από χαρά. Πόσο όμως θα διαρκούσε αυτή η χαρά, όταν τώρα είχα να αντιμετωπίσω την ωμή πραγματικότητα;
Σαν έφθασα πια στα καλύβια - άσε που θα με έτρωγαν τα σκυλιά- με καλωσόρισαν δυο Σαρακατσαναίοι.
Είμαι ο δάσκαλος, τους είπα, που περιμένετε για τα παιδιά σας.
Τα πρόσωπά τους έδειχναν ότι είχαν ευχαριστηθεί πολύ με την παρουσία μου, γιατί εδώ που τα λέμε, ποιος άλλος θα δεχόταν να πάει εξόριστος στο βουνό επί δύο ολόκληρους μήνες, σε ένα περιβάλλον τελείως άγνωστο και διαφορετικό;
Αμέσως βγήκαν από τα καλύβια και οι γυναίκες, οι οποίες με χαιρέτησαν με το δικό τους τρόπο· μαζί και τα 8 παιδάκια ηλικίας από 7 μέχρι 12 χρονών που θα ήταν οι μαθητές μου για δυο μήνες. Με περιτριγύρισαν και με έβλεπαν με μια ανεξήγητη περιέργεια σαν να ήμουν εξωγήινος.
- Να, αυτός είναι ο δάσκαλός σας που θα σας μάθει γράμματα, με σύστησε στα παιδιά ο πιο ηλικιωμένος Σαρακατσάνος.
Το διδακτήριο του Δημοτικού Σχολείου
Γέρμα Καστοριάς.
Στη συνέχεια μου δόθηκαν οι σχετικές πληροφορίες, ότι δηλαδή όλη μέρα θα ασχολούμαι με τα παιδιά, θα τρώω μαζί τους ό,τι βρεθεί και ότι ανά βδομάδα θα κοιμούμαι σ’ ένα καλύβι μαζί με την οικογένεια του καλυβιού.
Σαν τα άκουγα όλα αυτά, ο νους μου τριγύριζε και όλο τριγύριζε και αναθεμάτιζα που ζούσα αυτήν την ζωή.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η κάθε διαπίστωση ήταν τραγικότερη από την άλλη.
Καμιά σκέψη ανθρώπου της σημερινής γενιάς δεν μπορεί, έστω και κατά προσέγγιση, να τα αγγίξει. Μάλλον είναι πιο εύκολο να θεωρηθεί ότι ο γράφων κατέβηκε από άλλον πλανήτη και διηγείται σαν παραμύθι όσα δήθεν είδε και έζησε. Έχεις δίκιο, φίλε αναγνώστη. Αλλά να ξέρεις ότι οι άνθρωποι δεν κυβερνούν τη ζωή· ούτε και η ζωή κυβερνάει τους ανθρώπους. Εκείνος που κυβερνάει τα πάντα, και τη ζωή και τους ανθρώπους, είναι ο χρόνος ο αδίστακτος, ο ασύλληπτος και αήττητος. Είναι ο χρόνος αυτός που παραλαμβάνει τους ανθρώπους από νεαρά βλαστάρια γεμάτα σφρίγος και ζωή και τους μετατρέπει σε κουφάρια, χωρίς να δίνει λόγο σε κανένα για τα εγκλήματά του αυτά.
Ο πανέμορφος Γέρμας Καστοριάς.
Εν πάση περιπτώσει, έτσι είχαν τα πράγματα ως εκείνη τη στιγμή που συναντήθηκα και με τους άλλους Σαρακατσαναίους, τους μέλλοντες συγκατοίκους μου.
Το πρώτο βράδυ κοιμήθηκα ξερός, μετά από τόση κούραση σωματική και ψυχική.
Μόλις ξημέρωσε η πρώτη μέρα στο βουνό, ήπιαμε το γάλα μας και ο καθένας πήγε στη δουλειά του. οι άντρες έφυγαν έξω, στα πρόβατα, και οι γυναίκες τους ασχολούνταν με τα καθημερινά, στο καλύβι της η καθεμιά.
Ο δάσκαλος και οι μαθητές του, τα οκτώ παιδάκια, ετοίμασαν την "αίθουσα" του σχολείου τους. Λίγο πιο πέρα από τα καλύβια ήταν μια φουντωτή αγριογκουρτσιά με τον παχύ ίσκιο της. Καθάρισαν τα αγριόχορτα και ό,τι άλλο εμπόδιο υπήρχε και η "αίθουσα" ήταν έτοιμη πια να δεχθεί τους μαθητές.
Το μεσημέρι μου πρόσφεραν πάλι γάλα. Το βράδυ πάλι γάλα.
Και ενώ είχα αρχίσει κάπως να συνηθίζω τη ζωή στα καλύβια, έβλεπα ότι κάθε μέρα (πρωί, μεσημέρι, βράδυ) έτρωγα γάλα. Ίσως, έλεγα, κάποια μέρα να φάω και κάτι άλλο. Και όμως κάθε μέρα το πρωί γάλα, το μεσημέρι γάλα, το βράδυ γάλα.
Η πατρική οικία του Γιώργου Κατσάνου στον Γέρμα.
Ήταν φυσικό ν’ αρχίσω να νιώθω αρκετά άβολα. Αλλά τι μπορούσα να κάμω; Σκεφτόμουν ότι αυτή ήταν η μοίρα μου στην οποία έπρεπε να υποταχτώ, γιατί ο αδίστακτος χρόνος δε μου άφηνε άλλα περιθώρια.
Το μόνο που έκανα ήταν να μετρώ τις μέρες που απόμεναν, όπως κάναμε στο Οικοτροφείο του Γυμνασίου Τσοτυλίου, περιμένοντας τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, να πάμε στα χωριά μας.
Εκείνο που πρέπει να πω είναι ότι το γάλα που έτρωγα καθημερινά είχε μια ιδιαίτερη γεύση από το γάλα που τρώγαμε στο χωριό. Ήταν δηλαδή πιο νόστιμο και πιο χορταστικό. Αυτό με έκανε να παρακολουθήσω κάποια μέρα πώς το έβραζαν. Γέμιζαν την κατσαρόλα με γάλα μέχρι επάνω. Και ενώ εμείς μόλις φουσκώσει το γάλα το κατεβάζουμε από τη φωτιά, οι Σαρακατσάνες όσο έβραζε το ανακάτευαν συνεχώς μέχρι που έμενε το μισό. Έτσι, μου είπαν, φεύγει όλο το νερό και απομένει καθαρό το γάλα με το βούτυρό του. Και, επιπλέον, έριχναν στο γάλα αρκετό αλάτι, απαραίτητο συστατικό για τον οργανισμό μας, αφού από καμιά άλλη τροφή δεν έπαιρναν αλάτι.
(Η εικόνα ελήφθη απ' το Διαδίκτυο)
Γι’ αυτό το γάλα των Σαρακατσαναίων που το έτρωγα πρωί, μεσημέρι, βράδυ ήταν χορταστικό έμενε μόνο το βούτυρο, χωρίς νερό, και νόστιμο γιατί περιείχε πρόσθετο αλάτι.
Έτσι, εξηγούσα τότε γιατί οι Σαρακατσαναίοι ζούσαν υγιέστατα, τρεφόμενοι μόνο με γάλα και αναπνέοντας τον καθαρό αέρα του βουνού, μακριά από οποιαδήποτε διατάραξη της ησυχίας τους.
Με το θέμα, λοιπόν, της διατροφής ήθελα δεν ήθελα προσαρμόστηκα κάπως, αφού δεν υπήρχαν περιθώρια επιλογής. «Ανάγκα και θεοί πείθονται».
Ευτυχώς την ημέρα κάτω από τον ίσκιο της αγριογκουρτσιάς, στο σχολείο μας δηλαδή, η ώρα περνούσε καλά με τα παιδιά. Ήταν υπάκουα και πολύ έξυπνα. Ό,τι τους έλεγα επέμεναν να το κάνουν κτήμα τους και αυτό με ικανοποιούσε ιδιαίτερα, γιατί τουλάχιστον κάτι πρόσφερα κι εγώ στο βουνό που ζούσα. Στην αρχή, όπως ήταν φυσικό, έδειχναν κάποια ντροπή, αλλά πολύ γρήγορα πήραν θάρρος και μου μιλούσαν ελεύθερα. Ευτυχώς, γιατί κόντεψε να ξεχάσω τη γλώσσα, αφού δεν άλλαζα κουβέντα με κανέναν όλη μέρα.
Μεταξύ των οικογενειών αυτών σ’ ένα καλύβι έμεινε μια χήρα με δύο κορίτσια της ηλικίας  13-14 χρονών περίπου. Η γυναίκα αυτή είχε μια ιδιαίτερη ευαισθησία και δεν έκρυβε ότι ήταν ιδιαίτερα πολιτισμένη. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς αυτή η γυναίκα διέφερε καταφανώς από όλες τις άλλες συγγενικές γυναίκες.
Ο εθνομάρτυρας Γερμανιώτης δάσκαλος
Αθανάσιος Δούφλιας (+1944),
φίλος και γείτονας του Γιώργου Κατσάνου.
Με έβλεπε σκεπτικό και συμπέρανε ότι κάτι με απασχολούσε και μου έλεγε:
Είναι δύσκολη η ζωή μας εδώ, δάσκαλε.
Αυτή η κουβέντα της γυναίκας αυτής με ανακούφιζε αρκετά, γιατί έλεγα: να που αναγνωρίζεται από κάποιον η όντως δύσκολη ζωή μου σ’ ένα βουνό με ανθρώπους άλλης νοοτροπίας και άλλου επιπέδου, χωρίς να θέλω προς Θεού, να θίξω την αξιοπρέπεια των Σαρακατσαναίων, τους οποίους σήμερα θαυμάζω ειλικρινά για το καθαρό μυαλό τους και την αναμφίβολη φιλοπατρία τους.
Η Σαρακατσάνα αυτή σκέφθηκε ότι πολύ θα ήθελα να έπινα και κανένα καφέ και μου το πρότεινε η ίδια. Ήταν μια ξεχωριστή στιγμή αυτή για μένα εκεί πάνω στο βουνό.
Ένα πρωινό, λοιπόν, η Σαρακατσάνα έκανε τον καφέ και είπε στην μια κόρη της να μου τον σερβίρει. Όπως με πλησίαζε η κόρη είχε στριμμένο το κεφάλι της χωρίς να με αντικρίζει. Άφηνε τον καφέ κάτω στο χώμα και χωρίς να πει μια λέξη έφευγε. Ήταν μια συμπεριφορά που ξεπερνούσε πολύ τα όρια της ντροπής και κάπως με σόκαρε, αφού με θεωρούσαν πια σαν δικό τους άτομο.
Η έξυπνη Σαρακατσάνα με κατάλαβε και πρόλαβε να μου το πει.
- Μην τα παρεξηγείς, δάσκαλε, τα κορίτσια μας. Έτσι είναι, ντροπαλά.
Δεν υπήρχε λόγος να μιλήσω, αρκεί που βρέθηκε ένας άνθρωπος να μου κάνει καφέ.
Αναγνωστικό Δ΄ Δημοτικού, έτ. 1933.
Το μόνο που έκανα εγώ, για να διευκολύνω τα κορίτσια να μη σκύβουν και ν’ αφήνουν τον καφέ χαμηλά στο χώμα, ήταν ότι πήρα μια πέτρα που χρησιμοποιούσα για τραπεζάκι του καφέ.
Και οι επτά οικογένειες -όσα τα καλύβια- ήταν συγγενείς μεταξύ τους, μέλη μιας πατριαρχικής οικογένειας, με αρχιτσέλιγκα κάποιον Φυτιλή από τη Θεσσαλία. Ποτέ όμως δεν είδα τα αντρόγυνα να συνομιλούν. Έτσι ήταν ο τρόπος ζωής τους. Εγώ τουλάχιστον δεν μπορούσα να καταλάβω περισσότερα πράγματα. Ούτε κι εγώ μιλούσα με τους άντρες, αφού δε βλεπόμασταν. Όταν αυτοί γυρνούσαν νύχτα από τα πρόβατά τους, οι  οικογένειες και ο δάσκαλος έπεφταν για ύπνο από το σούρωπο.
Έτσι περνούσαν οι μέρες στα καλύβια των Σαρακατσαναίων, τρώγοντας κάθε μέρα (πρωί, μεσημέρι, βράδυ) νόστιμο και απονερωμένο γάλα. Κανέναν καφέ κάπου – κάπου από τη χήρα Σαρακατσάνα, που τον σέρβιραν οι κόρες της, με τις οποίες ποτέ επί δύο μήνες δεν αντικριστήκαμε, και με τα έξυπνα παιδάκια όλη μέρα, μαθαίνοντας τα κυρίως αριθμητική που είχαν, όπως διαπίστωσα, περισσότερο ανάγκη.
Όπως είχαν ως εδώ τα πράγματα, αν ήθελα να κάνω ειλικρινή απολογισμό, μάλλον θα έλεγα ότι πέρασα καλά στο βουνό με τους Σαρακατσαναίους σε μια εποχή που η ζωή δεν είχε κανένα νόημα, όταν η δυστυχία, η ανασφάλεια και το φάσμα της πείνας ήταν οι κυρίαρχες μορφές αυτής της ζωής, αν δεν συνέβαινε ένα περιστατικό αθώο μεν, αλλά δραματικό για μένα.
Ο Γιώργος Κατσάνος (δεξιά) σε εκδήλωση του
Συνδέσμου φοιτησάντων στο Γυμνάσιο Τσοτυλίου.
Όλα τα βράδια κουρασμένος από τις σκέψεις κοιμόμουν μάλλον καλά στο κάθε καλύβι. Ένα βράδυ, δεν ξέρω γιατί, δεν μου κολλούσε ύπνος. Έτσι συμβαίνει όταν ο διάβολος θέλει να κάνει το παιχνίδι του. Κοντά στα μεσάνυχτα, περίπου, αντιλήφθηκα κάποιον να μπαίνει στο καλύβι. Τρόμαξα, αλλά περίμενα με τα αυτιά μου ανοιχτά να ακούσω κάτι και μετά ανάλογα να αντιδράσω. Με μια φωνή βροντώδη που προσπαθούσε να την κάνει ήπια, προφανώς για να μην ακούσω εγώ, άκουσα αυτόν τον άνθρωπο να λέει.
- Έλα ρε, μ’ ακούς;
- Σήκω και πάρε το τσεκούρι, ο δάσκαλος κοιμάται.
Κόντεψα να πάθω ανακοπή. Ήρθε το τέλος μου, είπα.
Πάλι ο άνθρωπος αυτός έλεγε τα ίδια.
- Σήκω ρε, πάρε το τσεκούρι, τώρα που κοιμάται ο δάσκαλος.
Όσο τα άκουγα αυτά, μετρούσα τις τελευταίες στιγμές της ζωής μου.
Ο Γερμανιώτης δάσκαλος Γιώργος Τ. Αλεξίου
εν μέσω μαθητών του Δημ. Σχολείου Κορησού (έτ. 2006)
Αλλά γιατί, τι τους έκανα; Ρωτούσα τον εαυτό μου. Μήπως έκανα κανένα παράπτωμα που ντε και καλά έπρεπε να με σκοτώσουν;
- Καλά ρε, άκουσα, απάντησε ο Σαρακατσάνος του καλυβιού.
Δεν μου έμεινε πια ψυχή να αντιδράσω. Άφησα τον εαυτό μου στο έλεος της μοίρας και από στιγμή σε στιγμή περίμενα το τσεκούρι στο κεφάλι μου.
Σηκώθηκε ο Σαρακατσάνος, πήρε το τσεκούρι και βγήκαν από το καλύβι.
Μέχρι το πρωί ήμουν πνιγμένος στον ιδρώτα. Ας μπορούσα, έλεγα, τούτη τη στιγμή να έφευγα, να πήγαινα στο σπίτι μου και ας έλειπε και το σιτάρι και το καλό του.
Τι άλλο χειρότερο, από το να πεθαίνεις όχι μια, αλλά πολλές φορές;
Την άλλη μέρα έμαθα ότι οι δύο Σαρακατσαναίοι με τα τσεκούρια πήγαν στο διπλανό κοπάδι να κλέψουν πρόβατα, γιατί και οι άλλοι έκαναν το ίδιο.
Η πατρική οικία του Γιώργου Κατσάνου
(έτερη άποψή της).
Πέρασαν χρόνια και χρόνια από τότε και δεν θέλω να επαναφέρω στη μνήμη μου αυτό το τρομακτικό στιγμιότυπο. Αθώο μεν, όπως προείπα, αλλά τρομακτικό για εκείνη τη στιγμή.
Με την τελευταία αυτή περιπέτειά μου έληξε η δίμηνη εκπαιδευτική "χρονιά" στα Καλύβια των Σαρακατσαναίων, στα χρόνια της Κατοχής.
Αποχαιρέτησα ένα, ένα τα οκτώ παιδάκια, τους μαθητές μου, που ήταν ομολογουμένως οι καλύτεροι φίλοι μου στο βουνό, και όσους άλλους Σαρακατσαναίους ήταν εκεί.
Έπειτα, φόρτωσα σ’ ένα ζώο τις εξήντα οκάδες σιτάρι που κέρδισα με τόσους ψυχικούς κόπους, στερήσεις και αγωνίες και σαν θείος Αμερικάνος ξεκίνησα για το χωριό μου.
Καθώς προχωρούσα, άλλα συναισθήματα τώρα με κυρίευσαν και άλλες, καινούριες σκέψεις δικαιολογημένες.
Θα έβρισκα άραγε καλά την οικογένειά μου, τους γονείς μου δηλαδή και τα τέσσερα αδέλφια μου, με τους οποίους επί δυο μήνες δεν είχα καμία επικοινωνία.
Τούτη τη στιγμή που στη μνήμη μου ζωντάνεψαν εκείνες πι τρομακτικές σκέψεις, βούρκωσαν τα μάτια μου και τα δάκρυά μου ασταμάτητα καταβρέχουν το χαρτί που γράφω αυτές τις αράδες.
Εάν, αναγνώστη, είσαι σε θέση πια να κατανοήσεις τη δική μου τραγική θέση εκείνης της στιγμής, θα θεωρήσω τον εαυτό μου ευτυχή που μπόρεσα με τα λίγα αυτά στιγμιότυπα να σε κάμω να αγγίξεις κάπως τη ζωή εκείνης της δύσμοιρης γενιάς του 1940 – 44.




Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2017

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ. Επιδρομή Ιταλών στρατιωτών στον Γέρμα Καστοριάς κατά την περίοδο της Κατοχής (1941 – 44). Ιστόρηση του αείμνηστου Γιώργου Κ. Κατσάνου (+2016).

Ο αείμνηστος Ειρηνοδίκης
Γεώργιος Κ. Κατσάνος (+ 2016).
Ήταν μια Κυριακή - δεν θυμούμαι χρονολογία - όταν ένας λόχος ιταλικού στρατού μπλόκαρε το χωριό μου, τον Γέρμα Καστοριάς. Ο σκοπός τους ήταν να τρομοκρατήσουν με κάθε μέσο τον κόσμο, για να τους παραδώσει τα όπλα που είχαν προμηθευτεί οι περισσότεροι κατά την οπισθοχώρηση του Ελληνικού στρατού από το Αλβανικό μέτωπο. Σε όλο το χωριό φώναζαν με τον τηλεβόα: Όλοι οι άνδρες από τα 16 χρόνια μέχρι τα 60 να παρουσιαστούν στο σχολείο. Αν κάποιος δεν παρουσιαστεί και συλληφθεί, θα εκτελεστεί επί τόπου.
           Η απειλή αυτή ήταν εύκολο να γίνει πράξη από το στρατό της Κατοχής. Μπρος, λοιπόν, σ’ αυτήν την απειλή άρχισαν ένας - ένας οι χωριανοί, με κομμένη τη λαλιά και τα κεφάλια τους σκυφτά, να παρουσιάζονται στο σχολείο. Δεν περιγράφονται τα γεγονότα που εξελίσσονταν μέσα στο σχολείο. Ξυλοδαρμός και άλλα τρομακτικά μέτρα μέχρι αναισθησίας. Μάλιστα σκηνοθέτησαν και μια εκτέλεση. Το χωριό ολόκληρο ζούσε ώρες ανείπωτες για τους δικούς του ανθρώπους που δεν μπορούσε τίποτε να κάνει για να τους βοηθήσει.
Μπρος, λοιπόν, σ’ αυτά τα γεγονότα έπρεπε το συντομότερο να αποφασίσω κι εγώ για τον εαυτό μου. Να πήγαινα δηλαδή στο σχολείο, οπότε μην αντέχοντας το ξύλο θα πρόδιδα το όπλο που είχαμε στο σπίτι μας ή τι άλλο μπορούσα να κάνω; Στις δύσκολές στιγμές το μυαλό του ανθρώπου δουλεύει εντατικά.
          Οι γυναίκες του χωριού κυκλοφορούσαν ελεύθερα. Να, λοιπόν, η ιδέα: Να ντυθώ γρήγορα γυναίκα και να φύγω από το χωριό. Δεν υπήρχε χρόνος για αναβολή. Φόρεσα ένα μακρύ φουστάνι να μην φαίνονται τα πόδια μου, κάλυψα το κεφάλι μου με έναν τσοβρέ, πήραμε τα γκιούμια στα χέρια μας με τη μάνα μου και, αφού κάναμε το σταυρό μας, ξεκινήσαμε δήθεν για νερό, να βγούμε έξω από το χωριό. Γράφοντας αυτές τις σειρές συγκλονίζομαι ολόκληρος, γιατί η απόφαση αυτή που είχα πάρει ήταν πολύ τολμηρή, έκρυβε πολλούς κινδύνους· έπαιζα χωρίς αμφιβολία κορώνα γράμματα τη ζωή μου, αν κάτι δεν πήγαινε καλά.
Ο Γέρμας Καστοριάς, το γενέθλιο και αγαπημένο
 χωριό του Γιώργου Κ. Κατσάνου.

          Βαδίζαμε σιγά - σιγά προσέχοντας γύρω μας. Μέχρι την άκρη του χωριού τα πήγαμε καλά, όταν ξαφνικά πρόβαλε μπροστά μας ένας Ιταλός στρατιώτης που φύλαγε αυτόν το δρόμο.
          Στο αντίκρισμα του Ιταλού κόντεψα να μείνω επί τόπου. Τα πόδια μου δεν υπάκουαν πια και ένιωθα την καρδιά μου να με αφήνει. Θεέ μου, είπα μέσα μου, δώσ’ μου δύναμη και τούτη τη φορά να γλιτώσω τη ζωή μου. Σταματάει το μυαλό μου, όταν τα φέρνω όλα αυτά στη μνήμη μου. Ο αναγνώστης ας προσπαθήσει να κατανοήσει τη δύσκολη θέση μου εκείνη τη στιγμή.
         
Η αρχοντική οικία της Οικογένειας Κατσάνου
στον Γέρμα Καστοριάς (μέσα 19ου αιώνα).
Αφού ανέπνευσα με όση δύναμη μου είχε απομείνει, βρεθήκαμε πλέον κατάματα με τον Ιταλό. Μας κοίταξε στα μάτια, τον κοιτάξαμε και εμείς, για να μην φανούμε ύποπτοι και χωρίς κανέναν άλλο έλεγχο μας άφησε και περάσαμε.
          Δεν πιστεύαμε στον εαυτό μας. Ναι, ήταν αλήθεια. Το σχέδιο πέτυχε. Ανάσαινα επιτέλους. Η ζωή κερδήθηκε. Έξω από το χωριό σε μια αχυρώνα έβγαλα τα φουστάνια και πήρα δρόμο για το βουνό Μουρίκι. Από δω και πέρα άρχιζε μια νέα άγνωστη περιπέτεια.
          Πού θα διανυκτέρευα;
          Τι θα έτρωγα τις μέρες που οι Ιταλοί θα εξακολουθούσαν το μπλόκο του χωριού;
          Είναι μια άλλη ιστορία αυτή, επίσης τρομερή, γεμάτη κινδύνους και παγίδες, γιατί οι Ιταλοί είχαν πληροφορίες ότι αρκετοί άντρες του χωριού κρύβονται στο βουνό. Ανέβηκαν κι αυτοί στο βουνό μαζί με χωριανούς, τους οποίους υποχρέωναν με το πιστόλι να φωνάζουν ονόματα: «Γιώργο, Νίκο, ελάτε στο χωριό οι Ιταλοί έφυγαν». Η παγίδα ήταν έτοιμη…
Ο αείμνηστος Κώστας Φ. Κατσάνος, πατέρας του
Γιώργου Κατσάνου, στο μέσον της φωτογραφίας.