Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Ο μακαριστός ιερέας Γεώργιος Στ. Παπαδημητρίου (1928 – 2014), από τον Γέρμα Καστοριάς.

Ο Γερμανιώτης άξιος ιερέας π. Γεώργιος Στ. Παπαδημητρίου απεβίωσε την Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014, πλήρης ημερών, σε ηλικία 86 ετών. Η κηδεία του έγινε την Παρασκευή 10 Οκτωβρίου, ώρα 11 π.μ., στην Κορομηλιά Καστοριάς, όπου υπήρξε επί πολλά έτη εφημέριος.
Ο μακαριστός Παπα-Γιώργης είχε γεννηθεί και μεγαλώσει και είχε υπηρετήσει για ένα χρονικό διάστημα ως ιερέας στο χωριό του τον Γέρμα, το(ν) οποίο υπεραγαπούσε. Ήταν ο πρωτότοκος γιος πολυμελούς αγροτικής οικογένειας και γι’ αυτό είχε αναγκασθεί να εργαστεί σκληρά στα πατρικά του κτήματα από την παιδική του ηλικία. Μετά την αποφοίτησή του από το Δημοτικό σχολείο του Γέρμα είχε φοιτήσει μερικά χρόνια στο Γυμνάσιο της Καστοριάς. Η σεβαστή πρεσβυτέρα του κατάγεται από το χωριό Κορομηλιά. Μαζί της απόκτησε δύο άξια τέκνα, τον Στέργιο, που ασχολείται επιτυχώς με την κατεργασία της Γούνας και τον Λευτέρη, που είναι άριστος Ιατρός Ορθοπεδικός στη Θεσσαλονίκη.
Ο μακαριστός Παπα-Γιώργης ευτύχησε να ιδεί εγγόνια και δισέγγονα. Τα μέλη τής οικογενείας του, οι συγγενείς του και όλοι οι συγχωριανοί του Γερμανιώτες θρήνησαν τη θανή του και προσευχήθηκαν στον Πανάγαθο Θεό να κατατάξει την ψυχή του μετά των Αγίων Του.

Στην εξόδιο Ακολουθία και την ταφή του μακαριστού Παπα-Γιώργη παρευρέθηκαν όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Γερμανιωτών Καστοριάς, καθώς και πολλοί κάτοικοι του Γέρμα, κατατέθηκε δε εκ μέρους του αναφερόμενου Συλλόγου τιμητικό στεφάνι στη σεπτή σορό του.

Αιωνία η μνήμη του μακαριστού ιερέως Γεωργίου Στ. Παπαδημητρίου.


Ο Γεώργιος Παπαδημητρίου
με τη σύζυγό του στα σκαλιά
της εκκλησίας του Γέρμα.

Ο Γέρμας, το γενέθλιο και πολυαγαπημένο χωριό
του ιερέως Γεωργίου Στ. Παπαδημητρίου.


Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

Η 20ετία (!) της εφημερίδας “Ο Γέρμας” (1/1/1995 - 31/12/2014)

Η 1η σελίδα του 1ου φύλλου
της εφημερίδας "Ο Γέρμας".
Ιανουάριος - Μάρτιος 1995.
    Με την έκδοση, κατά τον Δεκέμβριο του ε.έ. 2014, του 80ου φύλλου της εφημερίδας "Ο Γέρμας" συμπληρώθηκαν είκοσι χρόνια από την έναρξη της κυκλοφορίας της. Κατ’ αυτό το χρονικό διάστημα, η εν λόγω εφημερίδα του Συλλόγου Γερμανιωτών "Η Πρόοδος", χάρις στο ζήλο των συντακτών της ύλης της, στους κόπους των μελών των εκάστοτε Διοικητικών Συμβουλίων του υπόψη συλλόγου, και στις χρηματικές εισφορές πολλών Γερμανιωτών εκπλήρωσε μ’ επιτυχία και στο ακέραιο το σκοπό της έκδοσής της.
Συγκεκριμένα:
α) Έφερε σε επαφή τους κατοίκους του Γέρμα με τους Γερμανιώτες που εργάζονται και προοδεύουν εντός και εκτός της Ελλάδος.
β) Γνωστοποίησε στους ομογενείς μας όλα τα νέα (συμβάντα) του χωριού, ευχάριστα και δυσάρεστα, γάμους, βαπτίσεις κ.λ.π.
γ) Παρουσίασε στις Διοικητικές αρχές του Νομού Καστοριάς και στο ευρύτερο κοινό τα διάφορα προβλήματα του Γέρμα και απαίτησε να γίνουν αντίστοιχα έργα για να εξαλειφθούν αυτά (τα προβλήματα).
δ) Γνώρισε στους απανταχού ευρισκόμενους Γερμανιώτες και στους φίλους τους την πολύχρονη κι ένδοξη ιστορία του χωριού και τα έθιμα και τις παραδόσεις των κατοίκων του.
ε) Ενίσχυσε το εθνικό και θρησκευτικό φρόνημα, καθώς και την περηφάνια των Γερμανιωτών για τη γενέτειρα και την καταγωγή τους.
στ) Τέλος, αυτό που είναι και το σημαντικότερο, συνέβαλε τα μέγιστα στην περαιτέρω σύσφιγξη των αδελφικών σχέσεων που ανέκαθεν διατηρούν μεταξύ τους οι Γερμανιώτες και σίγουρα θα διατηρούν και στο μέλλον.
 Ο Γέρμας Καστοριάς.

Όλες οι προαναφερόμενες επιτεύξεις της υπόψη εφημερίδας αναγνωρίζονται κι ομολογούνται απ' τους αναγνώστες της. Το γεγονός αυτό ενισχύει το ενδιαφέρον των συντακτών της για τη διεύρυνση της θεματολογίας και βελτίωση της ύλης της και τονώνει τη θέληση της Διοίκησης και των μελών του Συλλόγου μας για την απρόσκοπτη συνέχιση της έκδοσης της.


Σημείωση. Έως τον Δεκέμβριο του 2014 δημιουργήθηκε ένα πολύτιμο Αρχείο της εφημερίδας “Ο Γέρμας”, έντυπο και ηλεκτρονικό, που συγκροτείται από 80 Φύλλα (: τεύχη) / από  900 σελίδες της !



Ο άγιος Ιάκωβος ο εκ Καστορίας (+1520).
Παράσταση στον τίτλο  της εφημερίδας.

Ο Μακεδονομάχος Νικόλαος Τσιοτάκος,
Καπετάν - Γέρμας (+1907).
Παράσταση στον τίτλο της εφημερίδας.

Το 80ο φύλλο της εφημερίδας.
Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2014.

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

“Παιχνιδίσματα” στον Γέρμα της παλαιάς εποχής.

Παιχνίδισμα: Το εύθυμο παιχνίδι, το παιδιάρισμα.

Πριν το έτος 1950, περίπου, τα μέλη τής κάθε οικογένειας του Γέρμα, - άντρες, γυναίκες και παιδιά, - μαζεύονταν τα χειμωνιάτικα βράδια μπροστά στο αναμμένο τζάκι του σπιτιού τους, έλεγαν διάφορα όμορφα παραμύθια και συμμετείχαν σε διάφορα “παιχνιδίσματα” για να περνάει ευχάριστα η ώρα τους. Ένα τέτοιο “παιχνίδισμα”, που “παράδειχναν” οι γιαγιάδες στα εγγονάκια τους, παρουσιάζεται ακολούθως:
«Τις κρύες νύχτες του χειμώνα, η γιαγιά καθόταν μαζί με τα εγγόνια της δίπλα στο αναμμένο τζάκι του σπιτιού τους, άπλωνε το αριστερό της χέρι προς το μέρος τής φωτιάς και με το άλλο χέρι έδειχνε στα μικρά και νυσταγμένα παιδιά τα δάχτυλα του απλωμένου χεριού της με τη σειρά κι έλεγε:
“Το χέρι μας είναι σαν μια οικογένεια. Το μεγάλο δάχτυλο (: ο αντίχειρας) είναι ο πατέρας, το διπλανό του δάχτυλο (: ο δείχτης) είναι ο μεγάλος γιος, το μεσαίο δάχτυλο (ο μεσαίος) είναι η μητέρα, το επόμενο δάχτυλο (: ο παράμεσος) είναι ο δεύτερος γιος, και το τελευταίο δάχτυλο είναι ο τρίτος γιος.
-   Λέει ο πατέρας: “Άιντε να φάμε”.
Λέει ο μεγάλος γιος: “Τι να φάμε;”
 Λέει η μητέρα: “Ό,τι δώσει ο Χριστός και η Παναγιά”.
-  Λέει ο δεύτερος γιος: “Εγώ θα κλέψω”.
-  Λέει ο τρίτος γιος: “Εγώ θα το μαρτυρήσω”…..
Το μαρτύρησε και του έκοψαν το κεφάλι και γι’ αυτό το τελευταίο μας δάχτυλο είναι πιο κοντό από τα άλλα”».

Γιώργος Τ. Αλεξίου

Ο Γέρμας Καστοριάς,
το χωριό με την πλούσια λαογραφία.


Το Δημοτικό σχολείο του Γέρμα χιονισμένο.
Δεν λειτουργεί πλέον.

Το παλιό σπίτι του Ντόβα (19ος αιών).
Σώζεται ακόμη.

Το παλιό σπίτι του Αντώνη Λουψιώτη
Δεν σώζεται σήμερα.

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Η όμορφη βασίλισσα που μεταμορφώθηκε σε πουλί. Λαϊκό παραμύθι από τον Γέρμα Καστοριάς.

Καταγραφή του Οδυσσέα Γ. Αλεξίου

Η όμορφη βασίλισσα του παραμυθιού.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό βασίλειο, που το κυβερνούσε ένας πολύ καλός βασιλιάς. Ο βασιλιάς αυτός ζούσε ευτυχισμένα στο ωραίο παλάτι του μαζί με την όμορφη γυναίκα του και το μικρό γιό τους. Κάποια ημέρα που ο βασιλιάς βρισκόταν στο κυνήγι εμφανίστηκε έξω απ’ το παλάτι μία μάγισσα, η οποία ζήτησε βοήθεια από τη βασίλισσα. Εκείνη, επειδή ήταν συναισθηματική και πονετική τη λυπήθηκε και την έβαλε μέσα στα διαμερίσματά της, παρακούοντας τη σχετική απαγορευτική εντολή του βασιλιά.
Μόλις η κακιά μάγισσα μπήκε στο παλάτι, οι υπηρέτες του την περιποιήθηκαν και τότε αυτή πρότεινε στην βασίλισσα να την ξεψειρίσει. Η βασίλισσα το δέχτηκε απερίσκεπτα κι εμπιστεύτηκε το ωραίο κεφάλι της στη μάγισσα. Την ώρα όμως που το ξεψείριζε έχωσε σ’ αυτό μια μαγική βελόνα, κι αμέσως η βασίλισσα μεταμορφώθηκε σε πουλί και πέταξε έξω από το ανοιχτό παράθυρο.
Το πρωί της επόμενης μέρας το πουλί πήγε και στάθηκε σε ένα δέντρο που ήταν δίπλα στο μαγειριό του βασιλιά, συνομίλησε με τον μάγειρα και του είπε:
-  Μαερτζή, μαερτζή.
-  Άι, εμ’, άι πουλάκι μ’.
-  Κοιμάται αφέντης μου;
-  Κοιμάται πουλί μ’.
-  Στα δικά μου τα γιοργάνια, στα δικά μου τα παπλώματα, τι κάνει το παιδάκι μου; Τι κάνει για βυζάκι; Αν δεν το πεις στο Βασιλιά, τσίκνα – τσίκνα τα φαϊά, και το δέντρο που στέκομαι να μαραγκιάσουν τα φύλλα του και να πέσουν στη ρίζα.
Η κακιά μάγισσα.
Κατόπιν το πουλί πέταξε από το δέντρο και πήγε στο κοντινό δάσος.
Το μεσημέρι ο μάγειρας δεν φανέρωσε στον βασιλιά τη συνομιλία που είχε με το πουλί και γι’ αυτό τα φαγιά του τσίκνωσαν και τα φύλλα τού δέντρου μαράγκιασαν κι έπεσαν στο έδαφος. Αμέσως μετά σέρβιρε το τσικνωμένο φαγητό στον Βασιλιά, αλλά αυτός δεν μπόρεσε να το φάει και μάλιστα τον μάλωσε γιατί το είχε τσικνίσει.
Την επόμενη μέρα το πουλί εμφανίστηκε ξανά στο παράθυρο του μάγειρα και του είπε να μεταφέρει στον βασιλιά τα ίδια λόγια. Ο μάγειρας όμως και πάλι δεν τα μετέφερε και γι’ αυτό ξανατσίκνωσαν τα φαγητά του και τα σέρβιρε έτσι στον βασιλιά, ο οποίος θύμωσε πολύ γιατί τα είχε τσικνίσει και τον απείλησε ότι αν το ξανάκανε θα του έκοβε το κεφάλι.
Την τρίτη ημέρα το πουλί πλησίασε πάλι στο παράθυρο κι έδωσε την ίδια παραγγελία στον μάγειρα και τότε αυτός, επειδή φοβήθηκε ότι θα ξανατσίκνιζαν τα φαγητά και θα έχανε το κεφάλι του, ομολόγησε στο βασιλιά τη συνομιλία που είχε με το πουλί.
Ο Γέρμας Καστοριάς.
Μόλις το άκουσε αυτό ο βασιλιάς διέταξε να βάλλουν κόλλα στα κλαδιά του δέντρου για να κολλήσει εκεί το παράξενο πουλί και να το πιάσουν. Πράγματι, οι υπηρέτες του παλατιού το έπιασαν και το παρέδωσαν στον βασιλιά, ο οποίος το πήρε στα χέρια του και άρχισε να το χαϊδεύει. Όταν η κακιά μάγισσα το είδε αυτό τρόμαξε, άρχισε να κλαίει, είπε στον βασιλιά ότι ήταν πολύ άρρωστη και τον παρακάλεσε να σφάξει το πουλί και να το μαγειρέψει, για να το φάει η ίδια και να αναρρώσει Ο βασιλιάς όμως δεν την άκουσε, αλλά την έσπρωξε βίαια από κοντά του και συνέχισε να χαϊδεύει το κεφάλι του πουλιού. Την ώρα όμως που το χάιδευε ακούμπησε τη μαγεμένη καρφίτσα που ήταν μπηγμένη σ’ αυτό, την τράβηξε έξω και αμέσως το πουλί μεταμορφώθηκε για δεύτερη φορά και ξαναέγινε η πανέμορφη βασίλισσα του παλατιού.
Ο μάγειρας του παλατιού
Το σκίτσο ελήφθη απ' το διαδίκτυο.
Όταν το είδε αυτό ο βασιλιάς διέταξε να συλλάβουν αμέσως την κακιά μάγισσα, να τη δέσουν πίσω από ένα άλογο και να τη σύρουν στους δρόμους της πόλης για να σκοτωθεί. Κι έτσι έγινε.

Και από τότε, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Το μαγεμένο πουλί.
Η φωτογραφία ελήφθη απ' το Διαδίκτυο.

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

«Η μάνα με τα τέσσιρα παιδιά». Παραμύθι αποδοσμένο στο γλωσσικό ιδίωμα του Γέρμα Καστοριάς.

Η μιλίσσα
Το κατέγραψε ο δάσκαλος Δημήτρης Γ. Παπατζήμος.

Μια φουρά κανά γκιρό, σέφκαν όλ’ μες του χουρό κί ’παν τούτου του γνουμκό:
Ήταν μια μάνα, η ουποία είχιν τέσσιρα πιδιά κι τά ’χιν όλα στιφανουμένα κι καένα δεν ίχιν μέσα στου σπιτ’. Μια μέρα λοιπόν αρρώστσιν η μάνα κι λιέει σι μια γειτόντσα τ’ς:
-     Σύρι να φουνάξεις τουν τρανό τουν γιο μ’, είντους σ’ν άκρα στου χουριό. Να του πεις, είμι βαριά άρρουστ’ κι τουν χρειάζουμι.
Παέν η γειτόντσα, φουνάζ’ τουν γιο κι τουν λιέει:
-        Έλα αγλήγουρα στου σπίτ’ σ’, η μάνα σ’ είνι πουλύ άρρουστ’. Κι να πας βουργά - βουργά.
-        Ά, κι συ, βρήκις ’ν ώρα να μι φουνάξεις. Δεν τηράς; Κόβου αγκάθια κι φράζου τα χουράφια μ’ κι να φουνάξεις κανάν άλλουν.
Γυρνά η γειτόντσα στου σπίτ κι λιέει:
-        Δεν μπουρεί φράζ’ του χουράφ’ κι μί ’πιν να πεις καναν άλλουν.
-        Δεν πειράζ, ιγώ θα πιθάνου, μα θα τουν αφήκου μιαν ιφχή: Όλα τ’ αγκάθια που κόβ’ να τουν φουρτουθούν σ’ν πλάτ’ για μια ζουή.
Ο δάσκαλος Δημήτρης Παπατζήμος,
ο καταγραφέας του παραμυθιού.
Κι έτσ’ ίγκιν ου έζγκιους (: ο σκατζόχοιρος).
-        Αχ! Καλή μ’ γειτόντσα, σύρι πε τ’ δεύτιρ’ τ’ θυγατέρα μ’ νά ’ρθ’.
Παέν’ η γειτόντσα κι τ’ λιέει:
-        Είνι η μάνα σ’ άρρουστ’ κι βουργά να πας να τ’ γιδείς.
-        Τι λιες μα, τ’ λιέει, δεν αδειάζου, δεν μπουρώ. Άναψα φουτιά να βάλλου κακάβ’ να πλύνου. Δεν τηράς που έχου ’ν κουπάνα έτ’μ’;. Κι να πεις τ’ μάνα μ’ να πάει κάνας άλλους να τ’ γιδεί.
Παέν η γειτόντσα κι τ’ λιέει:
-        Δεν αδειάζ’, κυρά μ’, η θυγατέρα σ’ νά ’ρθ’, έβαλι κακάβ’ στ’ φουτιά για να πλύν’.
-        Δεν πειράζ, λιέει η μάνα. Πιθαίνου κι ιφχή τ’ν αφήνου. Του κακάβ’ κι ν’ κουπάνα μια ζουή σ’μ' πλάτ’ ’ς να ν’ κουβαλάει.
Κι έτσ’ ίγκειν η γκαχιλώνα (: η χελώνα).
-     Αχ! Γειτόντσα μ’ καλή. Σύρι πε τ’ν άλλη τ’ θυγατέρα μ’ βουργά να έρθ’ να μι ’δεί, γιατί πιθαίνου.
Παέν’ η γειτόντσα κι τ’ λιέει:
-     Έλα, σι χρειάζιτ’ η μάνα σ’, να πας να τ’ γιδείς που είνι άρρουστ’.
- Ά! Δεν αδειάζου τώρα. Δεν γλιέπς που έχου τόσουν αργαλειό, έτμου νήμα. Να ’ν πεις να πάει κανάς άλλους να τ’ γιδεί.
Γυρνάι πίσου η γειτόντσα κι λιέει:
-          Δεν μπουρεί, έβαλι αργαλιό, εχ’ τα νήματα διμένα κι θελ’ να υφάν’. Να πεις κανάν άλλουν.
-          Δεν πειράζ', ιγώ πιθαίνου αλλά ιφχή τ’ δίνου. Μια ζουή να υφαίν’ κι αυτό να μην οτεκ’, στα σπίτια να μην τ’ θέλουν και όπου τ’ γιδούν να ’ν ξινουμούν’.
Το χωριό "Ο Γέρμας" Καστοριάς.
Άποψή του απ' το βουνό Αμάραντος.
Κι έγινι ου πάϊαγκας (: η αράχνη).
- Άχ! Γειτόντσα μ’ καλή, σι κούρασα πουλύ. Πε τ’ν άλλ’ τ’ θυγατέρα μ’ νά ’ρθ. Αρρώστσα πουλύ. Βουργά, γιατί θα πιθάνου.
Παέν η γειτόντσα, βρισκ’ τ’ν άλλ’ τ’ θυγατέρα να, ζ’μών’.
-          Ά! Ούτι ισύ αδειάζεις. Θα αδειάσεις νά ’ρθς, θα σι ξ’νείς του ψουμί κι του προυζυμ’, που νά ’ρθς !
-          Γιατί γειτόντσα μ’ καλή; ποιον να πάνου να ιδώ;
-          Να, η μάνα σ’ είνι άρρουστ’ πουλύ κι θελ’ να πας να την ιδείς, λιέει.
-          Η μάνα μ’ είνι άρρουστ; κι δεν μι του λιες τόσην ώρα; Τώρα ιά θα πάνου να τ’ν ιδώ.
Κι πως ήταν μι τα ζμάρια στα χέρια έτριξιν να ιδεί τ’ μάνα τ’ς.
-        Μάνα μ’ καλή, τί δεν μι φώναξις πού τ’ν αρχή; Κι τ' λιέει η μάνα τ’ς:
-        Αχ! Θυγατέρα μου καλή. Ιγώ πιθαίνου γι αυτό θα σ’ αφήκου μια ιφχή: Όπως τρέχουν τα ζμάρια απού τα χέρια σ’ να τρέχουν τα μέλια. Κι απού του κηρί σ’ ν’ ανάβ’ν οι άνθρώπ’ κηρί σ’ν ικκλησιά.
Κι ίγκιν η μιλίσσα.
Έτσ’ μι τού ’παν, έτσ’ του λιέου. Σαν θέλτς να του πιστέψεις κι σαν θέλτς όχ’.
Αλλά να προυσέχ’ς.
Γκαχιλώνα στο δρόμο Γέρμα - Κορησού.

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Η Βράβευση του Γερμανιώτη λογοτέχνη Κώστα Δούφλια στην Καστοριά. Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014.

Ο Κώστας Δούφλιας με ένα βιβλίο του στο χέρι.
Το βράδυ της Τρίτης 11 Νοεμβρίου 2014, ο Δήμος Καστοριάς, στα πλαίσια των εορταστικών εκδηλώσεων για την 102η επέτειο απελευθέρωσης της Ορεστίδας από τον τουρκικό ζυγό, διοργάνωσε μία λαμπρή καλλιτεχνική εκδήλωση στη μεγάλη αμφιθεατρική αίθουσα του κτιρίου της ΕΔΗΚΑ. Κατά την εν λόγω εκδήλωση, ο Δήμαρχος της πόλης κ. Ανέστης Αγγελής απένειμε ενώπιον των αξιωματούχων όλων των Αρχών της περιοχής και πάμπολλων Καστοριανών, το μεγάλο τιμητικό Βραβείο - Έπαινο του Δήμου στον γνωστό και καταξιωμένο Γερμανιώτη λογοτέχνη, δημοσιογράφο και λαογράφο κ. Κώστα Δ. Δούφλια, για τη μεγάλη και ανεκτίμητη προσφορά του στα γράμματα και γενικότερα στην πνευματική Κίνηση και στα πολιτιστικά δρώμενα της Καστοριάς.
Υπέροχο εξώφυλλο
ενός βιβλίου του Κώστα Δούφλια.
Στην αναφερόμενη εκδήλωση ήταν παρόντες, ο Πρόεδρος του Συλλόγου Γερμανιωτών Καστοριάς κ. Νίκος Πρώιος και αρκετοί άλλοι Γερμανιώτες, που επικρότησαν και καταχειροκρότησαν την περιγραφόμενη βράβευση του άξιου συγχωριανού τους κ. Κώστα Δ. Δούφλια.


ΣΗΜΕΙΩΜΑ Ο Κωνσταντίνος Δούφλιας γεννήθηκε στον Γέρμα Καστοριάς. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Κοινωνιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο θεσσαλονίκης και Κοινωνική θεραπευτική Παιδαγωγική στο Ψ.Κ.Β.Ε. Παρακολούθησε τις παραδόσεις και τα σεμινάρια Ελληνικής Ιστορίας του πανεπιστημιακού δασκάλου και ιστορικού Απόστολου Βακαλόπουλου. Από νωρίς ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και κυρίως με τη λαογραφία, την ιστορία και τον πολιτισμό της Μακεδονίας.
Ο Κώστας Δούφλιας (στο μέσον της φωτογραφίας),
κατά την παρουσίαση ενός βιβλίου του στην Καστοριά.

Ο Γέρμας Καστοριάς, η πολυαγαπημένη ιδιαίτερη
 πατρίδα του Κώστα Δούφλια.

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Η μελισσοκομία στον Γέρμα Καστοριάς

Ετικέτα συσκευασίας ανθόμελου του Γέρμα.
Το χωριό “Ο Γέρμας” Καστοριάς είναι κτισμένο μέσα σε μία ειδυλλιακή κοιλάδα, η οποία διαθέτει άφθονα τρεχούμενα νερά κι έχει πλούσια βλάστηση που περιλαμβάνει αναρίθμητα δέντρα και θάμνους, λοιπά φυτά και αγριολούλουδα. Τα εν λόγω δένδρα κι αγριολούλουδα προσελκύουν κατά την εποχή της ανθοφορίας τους πολλά σμήνη άγριων και “ήμερων” μελισσών, τα οποία συλλέγουν το νέκταρ των ανθέων τους και παράγουν το περίφημο και περιζήτητο ανθόμελο του Γέρμα.
Τα προαναφερόμενα άγρια μελίσσια “φωλιάζουν” ανέκαθεν, αποθηκεύουν το μέλι τους και διαχειμάζουν σε κουφάλες γέρικων δέντρων και σε σχισμές και κοιλώματα των μεγάλων βράχων του όρους “Μελίσσι”. Τα μελίσσια αυτά ήταν και είναι γνωστά και πολύ συμπαθητικά στους αγρότες του Γέρμα. Η βουερή κι ελκυστική παρουσία τους στις εξοχές του χωριού παρακίνησε και ώθησε παλαιότερα και ωθεί και τώρα αρκετούς Γερμανιώτες ν’ ασχοληθούν ερασιτεχνικά αλλά κι επιτυχώς με τη μελισσοκομία.
Δύο κυψέλες μελισσών του κ. Κώστα Τ. Αλεξίου
στον Γέρμα Καστοριάς.
Οι πιο παλιοί μελισσοκόμοι του Γέρμα, της χρονικής περιόδου 1890 – 1970 περίπου, ήταν, εξ όσων γνωρίζουμε, οι εξής: Ο Κωνσταντίνος Τζιούλας – Παπαϊωάννου και ο εγγονός του Νικόλας, ο Παντελής Τάσιος, ο Χρυσόστομος Βραγγαλής, ο Αχιλλέας Γκίνος, και ο Χρυσόστομος Δόβας. Σημερινοί μελισσοκόμοι του χωριού είναι οι: Νίκος Γ. Τάσιος, Χρυσόστομος Δ. Δόβας, Κώστας Γ. Τάσιος, Μάρκος Λ. Κοντσιώτης, Κώστας Ευαγγ. Έξαρχος, Κώστας Τ. Αλεξίου, Λάζαρος Δ. Κοντσιώτης και ίσως μερικοί ακόμη.
Κλείνοντας τη σύντομη αναφορά μας στη μελισσοκομία του Γέρμα σημειώνουμε και τονίζουμε, ότι το παραγόμενο ανθόμελο του χωριού είναι άριστης ποιότητας και πολύ υγιεινό, διότι προέρχεται κυρίως από τα εκλεκτά μελισσοκομικά φυτά κι αγριολούλουδα, παρούλι (ή παλιούρι), “μυτιρίνα” (: είδος μυρωδάτης ρίγανης), τσάι του βουνού, λάβδανο, καθώς και από εύοσμα και μελίρρυτα άνθη δέντρων και θάμνων τής περιοχής του, που δεν ραντίστηκαν - ραντίζονται με φυτοφάρμακα.
Γιώργος Τ. Αλεξίου
Βλέπε σχετικώς: http://kepegerma.blogspot.gr/2013/08/blog-post_26.html

ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ποίημα Θεοκρίτου (περ. 315 – 260 π.Χ.).
Κηριοκλέπτης (: αυτός που κλέβει κηρήθρες)
Του έρωτα που έκλεβε μέλι απ’ την κηρήθρα
κακιά μέλισσα τσίμπησε τα ακροδάχτυλά του
κι εκείνος πόνο ένιωσε, τα χέρια του φυσούσε
τη γη χτυπώντας πέταξε και φεύγει στους αιθέρες.
Στην Αφροδίτη έδειξε το τραύμα και της λέει:
"Θεριό μικρό η μέλισσα, κακό μεγάλο κάνει"
κι η μάνα του εγέλασε κι είπε: "ίδιοι δεν είστε;
κι εσύ μικρός, μα πλήγματα μεγάλα καταφέρνεις"

(Έμμετρη απόδοση της Δέσποινας Πατεράκη)


 Ο Γέρμας Καστοριάς.

Άγριο σμήνος μελισσών σε κουφάλα δένδρου.

Παλαιό κοφίνι σμήνους μελισσών.

Ανθισμένο "παρούλι" στον Γέρμα.  Απ' αυτό το φυτό
παράγεται το περιζήτητο ξανθόχρωμο μέλι του Γέρμα


Το μελισσοκομικό φυτό μυτιρίνα (είδος ρίγανης).


Ανθισμένο λάβδανο στο βουνό Πάσχος του Γέρμα.

Μέλισσα και άνθος λάβδανου.
Σύνθεση του Γ.Τ.Α.

Το περίφημο "τσάι του βουνού", του Γέρμα.

Φθινοπωρινά κυκλάμινα.

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Γερμανιώτικο παραμύθι: Ο γέρο Αντρίτς, η γριά γυναίκα του και το βοϊδοτόμαρο.

Καταγραφή του Οδυσσέα Αλεξίου.

Γριά γυναίκα.
Η φωτογραφία ελήφθη απ' το διαδίκτυο.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε κάποιο φτωχό χωριό ένας γέρος που λεγόταν Αντρέας και τον φώναζαν “Αντρίτ”, μαζί με τη γριά γυναίκα του. Αυτοί οι δυο είχαν μοναδική τους περιουσία ένα παλιό βόδι, το οποίο κάποια μέρα ψόφησε από την πείνα. Αμέσως τότε ο Αντρίτς διέδωσε σε όλο το χωριό ότι έσφαξε το βόδι του και ότι πουλούσε το κρέας του. Οι συγχωριανοί του τον πίστεψαν και αγόρασαν όλο το κρέας του βοδιού. Στον Αντρίτ απόμεινε μόνο το κουζίνι (: το τομάρι) του ζώου, που το κρέμασε σε μια βελανιδιά για να στεγνώσει και να το πουλήσει αργότερα, ενώ στη γριά απόμειναν τα έντερα, που τα μετέφερε στο ποτάμι για να τα πλύνει.
Την ώρα που η γριά έπλενε τα άντερα του βοδιού πετάχτηκε πάνω σε μια διπλανή πέτρα ένας βάτραχος και φώναξε δυνατά: «Ουντάϊ, μπάμπω, ξέχασες το βρακί σου στο σπίτι». Αμέσως η γριά παράτησε στο ποτάμι τ’ άντερα κι έτρεξε στο σπίτι της να φορέσει το βρακί της. Όταν αργότερα επέστρεψε στο ποτάμι δεν βρήκε τα άντερα, είδε όμως στον ουρανό έναν αητό που πετούσε να τα κρατάει στο σουρούκι (: ράμφος) του. Τότε η γριά είπε στον αητό: «Αητέ, εμένα τ’ άντερα, τ΄ άντερα εγώ τον Αντρίτς, να μη με δείρ’ Αντρίτς». Και ο αητός απάντησε: «Φέρε μου ένα πουλί να φάω, για να (και θα) στα δώσω».
Φωτογραφία βοδιού.
Αμέσως η γριά πήγε στην κώτσκα (: κλώσσα) και της είπε: «Κώτσκα, εμένα δώσε πουλί, εγώ δώσω πουλί στον αητό, αητός εμένα τ΄ άντερα, τ’ άντερα εγώ τον Αντρίτς». Τότε η κώτσκα απάντησε στη γριά: «φέρε μου μια χούφτα στάρι να σου δώσω πουλί». Και τότε η γριά πήγε στο αλώνι και του είπε: «Αλώνι, δώσε εμένα στάρι, εγώ δώσω στάρι στην κώτσκα, η κώτσκα εμένα δώσει πουλί κ.λ.π., κ.λ.π.». Το αλώνι όμως γύρεψε από τη γριά ως αντάλλαγμα να το σκουπίσει, οπότε η γριά πήγε στον κάμπο και τον παρακάλεσε να της δώσει μια φουκάλη (σκούπα), λέγοντας: «Κάμπε, δώσε εμένα φουκάλη, εγώ σκουπίσω αλώνι κ.λ.π., κ.λ.π.». Ο κάμπος όμως της ζήτησε δροσιά και τότε η γριά γύρεψε τη δροσιά από τον Θεό, επαναλαμβάνοντας πάντα με τη σειρά τις προαναφερόμενες φράσεις. Ο Θεός όμως της ζήτησε θυμίαμα, οπότε η γριά πήγε και το γύρεψε από τον πραματευτή. Εκείνος της ζήτησε φιλί κόρης, και η γριά πήγε στην κόρη και γύρεψε απ’ αυτήν φιλί. Όμως η κόρη της ζήτησε παπούτσια και η γριά πήγε και τα γύρεψε από τον παπουτσή, αλλά ο παπουτσής της ζήτησε κουζίνι!
Αητός πετάει στον ουρανό.
Θυμήθηκε τότε η γριά το βοϊδοτόμαρο που είχε ο γέρος στο σπίτι τους, πήγε γρήγορα εκεί, το άρπαξε και το έδωσε στον παπουτσή, και αυτός της έδωσε τα παπούτσια, που τα πήρε η γριά και τα πήγε στην κόρη, η οποία της έδωσε το φιλί, που το μετέφερε στον πραματευτή και πήρε απ’ αυτόν το θυμίαμα με το οποίο θυμιάτισε τον Θεό, που έριξε δροσιά στον κάμπο. Και τότε ο κάμπος της έδωσε τη φουκάλη με την οποία σκούπισε το αλώνι και πήρε απ’ αυτό το στάρι και το πήγε στην κώτσκα, η οποία της έδωσε το πουλί, που το πήρε και το μετέφερε στον αητό και τότε ο αετός της παρέδωσε τα έντερα.
Μόλις η γριά πήρε στα χέρια της τα έντερα έτρεξε χαρούμενη στο σπίτι της, τα έδωσε στον γέρο άντρα της, του διηγήθηκε την περιπέτειά της κι ευχαριστήθηκαν και οι δύο.
Και από τότε έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Κώτσκα με τα πουλάκια της.