Κάποτε, στα παλιά τα
χρόνια, ζούσε στο χωριό μας τον Γέρμα ένα αντρόγυνο. Το ζευγάρι αυτό
κακοπερνούσε, επειδή ο άντρας ζήλευε παθολογικά τη σύζυγό του και την τυραννούσε.
Καθημερινώς τη ρωτούσε με ποιον συναντήθηκε στο δρόμο, γιατί πήγε το πρωί στον
μπακάλη, ποιον καλημέρισε στη γειτονιά, γιατί κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο, κ.ο.κ.
Τα χρόνια περνούσαν
και η αναίτια και παράλογη ζήλεια του άντρα αντί να υποχωρεί μεγάλωνε. Αγανάκτησε
λοιπόν η γυναίκα απ’ την άσχημη συμπεριφορά του συζύγου της και αποφάσισε να
τον εκδικηθεί αναλόγως. Έτσι, κάλεσε κάποια ημέρα έναν γείτονά της που την
«καλοέβλεπε» να πάει κρυφά μια ορισμένη βραδινή ώρα στον «αναγκαίο» (w.c) της, που βρισκόταν έξω στην αυλή του
σπιτιού της και να την περιμένει εκεί «για τα περαιτέρω».
Όταν νύχτωσε κι
έφτασε η καθορισμένη ώρα, η γυναίκα σηκώθηκε από το συζυγικό κρεβάτι,
προφασίστηκε ότι θέλει να πάει «προς νερού της» και ζήτησε από τον καχύποπτο άντρα
της να της λύσει τα «βρακοζούνια» (: τα
κορδόνια που συγκρατούσαν στη μέση τα ποδήρη σώβρακα των γυναικών εκείνης της παλιάς
εποχής). Πράγματι, αυτός τα έλυσε προθύμως και η γυναίκα του πήγε αμέσως στον
«αναγκαίο» κι «έβγαλε τα μάτια της» με τον γείτονα. Κατόπιν επέστρεψε ευχαριστημένη
στο δωμάτιό της, ζήτησε απ’ τον ζηλιάρη σύζυγό της να της ξαναδέσει τα
«βρακοζούνια» και την ώρα που αυτός τα έδενε, αυτή, κουνώντας το κεφάλι της, μονολογούσε
κι έλεγε: «Άμα το θέλει η γυναίκα…!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου