Τρία βόδια αλωνίζουν σιτηρά. |
Κείμενο Γιώργου Τ. Αλεξίου
Την παλαιά εποχή κι
έως τη δεκαετία του 1960, όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του Γέρμα Καστοριάς ήταν
αγρότες και κατείχαν κι εκτρέφανε πολλά και διάφορα παραγωγικά ζώα. Στα ζώα
αυτά περιλαμβάνονταν και αρκετά «γελάδια», δηλαδή βόδια, αγελάδες και μοσχάρια.
Τα βόδια τα είχαν για το όργωμα των χωραφιών και το αλώνισμα των σιτηρών τους,
ενώ τις αγελάδες για την παραγωγή λίγου γάλατος και την απόκτηση μοσχαριών.
Οι προαναφερόμενοι
αγρότες του Γέρμα έβγαζαν τα γελάδια τους, από την Άνοιξη κι έως το Φθινόπωρο, στα
βουνά του χωριού για να βοσκήσουν, ενώ κατά το χειμώνα τα κρατούσαν μέσα στους
στάβλους και τα τάιζαν άχυρο, αποξηραμένο χόρτο λιβαδιού και λίγο καλαμπόκι.
Η αγελάδα της Γερμανιώτισσας κ. Καλλιρρόης Λιώτσιου. |
Ο κάθε νοικοκύρης έβγαζε
τα γελάδια του στα βουνά με δύο τρόπους. Είτε τα ανέβαζε ο ίδιος εκεί και τα βοσκούσε με τη βοήθεια των παιδιών του, ή τα έσμιγε με τα γελάδια των λοιπών
συγχωριανών του και κατόπιν τα παράδιδε στους γελαδάρηδες, που τα οδηγούσαν όλα
μαζί στους ορεινούς βοσκότοπους της περιοχής. Στη δεύτερη περίπτωση γίνονταν τα εξής: Οι κάτοικοι συγκέντρωναν πρωί-πρωί όλα τα βόδια του χωριού, περίπου 80 – 100 κεφάλια, σε έναν ανοιχτό χώρο εντός του οικισμού Γέρμα ή πλησίον του και
σχημάτιζαν τη λεγόμενη «χωριανκή αέλ’» (= αγέλη των βοδιών του χωριού). Εκεί τα
παραλάμβαναν οι δύο γελαδάρηδες του Γέρμα και τα οδηγούσαν για ολοήμερη βοσκή
στα βουνά, Μουρίκι, Τσιούκα, Τσέρο κ. ά. Τελευταίοι γελαδάρηδες στη «χωριανκή
αέλ’» ήταν, απ’ το 1920 κι έως το 1940 περίπου, ο Γερμανιώτης Θωμάς Κουτσοδήμος
(Σιώμος Τζιώκας) και ο Κωσταραζινός Διογένης Μανίκας.
Μετά τον Ανταρτοπόλεμο, κατά τις δεκαετίες 1950 - 1960, εξέλιπαν οι γελαδάρηδες και γι αυτό τις 2 - 3 ολιγάριθμες πλέον αγέλες βοδιών του χωριού τις οδηγούσαν στη βοσκή καθημερινώς και με τη σειρά οι ιδιοκτήτες των ζώων. Τότε, όπως και κατά τα παλιότερα χρόνια, οι νεαροί άνδρες του Γέρμα παρότρυναν και ωθούσαν τα βόδια της αγέλης να παλεύουν μεταξύ τους, με σκοπό να διασκεδάσουν οι ίδιοι, αλλά και ν' αναδειχθεί ο ισχυρότερος ταύρος του χωριού.
Μετά τον Ανταρτοπόλεμο, κατά τις δεκαετίες 1950 - 1960, εξέλιπαν οι γελαδάρηδες και γι αυτό τις 2 - 3 ολιγάριθμες πλέον αγέλες βοδιών του χωριού τις οδηγούσαν στη βοσκή καθημερινώς και με τη σειρά οι ιδιοκτήτες των ζώων. Τότε, όπως και κατά τα παλιότερα χρόνια, οι νεαροί άνδρες του Γέρμα παρότρυναν και ωθούσαν τα βόδια της αγέλης να παλεύουν μεταξύ τους, με σκοπό να διασκεδάσουν οι ίδιοι, αλλά και ν' αναδειχθεί ο ισχυρότερος ταύρος του χωριού.
Το πετάλωμα των βοδιών.
Κάθε Ιούνιο ερχόταν
στον Γέρμα ένας αλλομερίτης αλμπάνης και πετάλωνε τα βόδια τού χωριού που
επρόκειτο να αλωνίσουν τα σιτηρά των κατοίκων του. Η διαδικασία τού πεταλώματος
ήταν ενδιαφέρουσα και γινόταν ως εξής: Ο πεταλωτής τοποθετούσε στο έδαφος, κατά
μήκος του βοδιού και ανάμεσα στα δυο μπροστινά και στα δυο πίσω πόδια του, ένα
χοντρό και δυνατό δοκάρι, 4 - 5 μ. περίπου. Αμέσως μετά έδενε γερά με μια
χοντρή τριχιά τα πόδια (τους αστραγάλους) του βοδιού επάνω στο εν λόγω δοκάρι.
Τέλος, με τη βοήθεια δύο- τριών αντρών έσπρωχνε και ανάγκαζε το βόδι να
πλαγιάσει και ύστερα το πετάλωνε πολύ εύκολα.
Ο αείμνηστος Χρίστος Δισλής με τα τρία βόδια του στον αλωνισμό. |
Οι ονομασίες των βοδιών του Γέρμα.
Οι παλαιοί
Γερμανιώτες χαρακτήριζαν και ονομάτιζαν τα γελάδια τους (: τα βοοειδή) με διάφορες ονομασίες, που ήταν ανάλογες με το φύλο, την ηλικία, τη όψη και τη δύναμή τους. Μερικές απ’ αυτές τις ονομασίες παρουσιάζονται ακολούθως.
Το βόδι = Ονομαζόταν έτσι ο ταύρος, αλλά και η αγελάδα.
Ο μπουγάς = Ο νεαρός
και πολύ δυνατός ταύρος, ο επιβήτορας.
Το δαμάλι = Το
αρσενικό βόδι ηλικίας 2 -3 ετών.
Η δαμάλα = Η νεαρή
αγελάδα 2-3 ετών.
Το μοσχάρι = Ο
μόσχος, αλλά και η μοσχίδα.
Ο καράς = Ο μαύρος
και δυνατός ταύρος.
Η καράσσω= Η μαύρη
αγελάδα.
Ο καρασούλης = το
μικρόσωμο μαύρο βοϊδάκι.
Ο καρκαρέζος = το
μικρό, μαύρο και κοκκαλιάρικο βόιδι.
Ο μελίσσης = Ο
ανοιχτόχρωμος - κιτρινότριχος ταύρος.
Η μελισσιά = Η
ανοιχτόχρωμη αγελάδα.
Ο αμπριάζ = ο κοκκινοτρίχης.
Ο Μπάλιος = Το μαύρο βόδι με ανοιχτόχρωμο τρίχωμα στο μέτωπο.
Ο αμπριάζ = ο κοκκινοτρίχης.
Ο Μπάλιος = Το μαύρο βόδι με ανοιχτόχρωμο τρίχωμα στο μέτωπο.
Η μπάλια = η μαύρη
αγελάδα με λευκό τρίχωμα στο κεφάλι.
Η μώτσιω = η οκνηρή
αγελάδα.
Ο αείμνηστος Διογένης Μανίκας ( +1962;). |
Σχετικές παροιμιώδεις φράσεις
1)
Μόνο ένα μπάλιο βόιδι έχει το χωριό; (Θέλει να
πει, ότι στον κόσμο υπάρχουν πολλά ομοειδή πράγματα, αντικείμενα κ.λ.π.)
2)
Μάνα, γιατί με «περγιαλάει» (= περιγελάει) το
βόιδι; (πρωτοελέχθη από κάποιο μικρό παιδί, όταν είδε μια αγελάδα να μηρυκάται.
Λέγεται για κάποιον, που θίγεται και διαμαρτύρεται χωρίς να υπάρχει σοβαρή
αιτία).
3)
Πηγαίνει σαν το βόιδι στο παχνί. (Δηλαδή, πορεύεται
στη ζωή χωρίς ν’ αντιλαμβάνεται τί συμβαίνει γύρω του).
4)
Τα μαλλιά του είναι σαν να τα έγλυψε η αγελάδα
(δηλαδή, γυαλιστερά και στρωμένα). (Την παλαιά εποχή, οι μπεκιάρηδες του χωριού
πήγαιναν στο στάβλο τους και υποχρέωναν την αγελάδα να γλείψει με τη γλώσσα της την
κόμη τους, για να γίνει λαμπερή και στρωμένη).
5) Ψόφησε το βόιδι, χάλασε το ζευγάρι. (λέγεται όταν ο θάνατος κάποιου ανθρώπου γίνει αιτία αποξένωσης συγγενών και διάλυσης φιλίας)
Το αλέτρι (ποίημα).
Ζευγαρωμένα,
ταιριαστά τα βόδια στο ζυγό,
μες
στα βαθιά τα μάτια τους τη συλλογή τους κρύβουν.
Και
στο χωράφι τ’ άσκαφτο σέρνουν με βήμα αργό,
σέρνουν
το αλέτρι πίσω τους και κάπου κάπου σκύβουν.
…………………………………………………
Το
υνί χαράζει ακούραστα τ’ αυλάκι το βαθύ,
ξεσκάβοντας
τινάζοντας την πέτρα, το κοτρώνι.
Κι ο
ζευγολάτης άφωνος τ’ αλέτρι ακολουθεί
και
με βουκέντρα σουβλερή τα βόδια του κεντρώνει.
…………………………………………………
Ευλογημένο
τρείς φορές τ’ αλέτρι το βαρύ.
Ευλογημένα
τρείς φορές τα βόδια, ο ζευγολάτης!
Κι
ευλογημένη τρείς φορές η γη που, καρπερή,
με
δίχως βαρυγκόμηση μάς δίνει τα καλά της!
(Ιωάννης Πολέμης)
Όργωμα χωραφιού με ζευγάρι βοδιών. (η φωτογραφία ελήφθη απ' το διαδίκτυο). |
Ο Γέρμας, το κτηνοτροφικό χωριό της Καστοριάς. |
Εικόνα σε παλαιό Αναγνωστικό Δημ. Σχολείου. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου