( Παραωρίτης: ο άντρας που μένει έξω απ’ το σπίτι του πέραν της κανονικής ώρας, ο ξενύχτης).
Γερμανιώτισσα γνέθει μαλλί στο τσικρίκι της. |
Τα παλιά τα χρόνια, οι γυναίκες στο χωριό μας, τον Γέρμα Καστοριάς, έκαναν πολλά χειμερινά «Νυχτέρια», δηλαδή, εργάζονταν συντροφικά στο σπίτι τους μέχρι αργά το βράδυ (: έπλεκαν μάλλινες φανέλες, έγνεθαν το μαλλί των προβάτων τους, «ξεσπύριζαν» το καλαμπόκι κ. ά). Όταν πλησίαζαν τα μεσάνυχτα και νύσταζαν πολύ, η γεροντότερη έλεγε στις άλλες : «Άιντε να πάμε να κοιμηθούνε, γιατί θα ’ρθούν οι “Παραωρίτες”»… και διηγείτο το ακόλουθο παραμύθι:
«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν και κάπου ήταν μια κακιά πεθερά που είχε μια καλή νύφη (σ.σ. ως συνήθως). Οι άντρες τους έλειπαν στην Ανατολή. H πεθερά βασάνιζε συνεχώς τη νύφη της. Την υποχρέωνε να δουλεύει καθημερινώς μέχρι αργά τα μεσάνυχτα. Η νύφη διαμαρτυρήθηκε στα δυο αδέλφια της γι’ αυτήν την απαράδεκτη συμπεριφορά της πεθεράς, τα οποία, κατόπιν τούτου, αποφάσισαν να ντυθούν «παραωρίτες», να μεταβούν αργά τη νύχτα στο σπίτι της αδελφής τους και να δείρουν την κακιά πεθερά, χωρίς όμως αυτή να τους αναγνωρίσει. Φόρεσαν λοιπόν τα ρούχα τους ανάποδα, έβαψαν μαύρα τα πρόσωπά τους με καπνιά απ’ το τζάκι και πήραν δύο τσουβάλια. Στο ένα τσουβάλι έβαλαν μέσα ένα σιδερένιο (γ)υνί και στο άλλο έβαλαν κούφια καρύδια.
Όταν έφτασαν τα μεσάνυχτα, οι δύο αδελφοί της νύφης πήγαν στο σπίτι της, μπήκαν μέσα απ’ το παράθυρο και άρχισαν τα λεν το εξής «τραγούδι»:
«Παράωρα, παράωρα, Παραωρίτες είμαστε,
παράωρα μην κάθεστε κι κάστανα μη τρώτε,...
την πεθερά με το (γ)υνί, τη νύφ’ με τα καρύδια».
Ταυτόχρονα, ο ένας που κρατούσε το τσουβάλι με το (γ)υνί χτυπούσε μ’ αυτό την πεθερά, ενώ ο άλλος που είχε το τσουβάλι με τα κούφια καρύδια χτυπούσε μ’ αυτά την αδελφή του. Όπως ήταν φυσικό, το χτύπημα με το σιδερένιο (γ)υνί δεν έκανε θόρυβο, αλλ’ όμως προκαλούσε φοβερό πόνο στην πλάτη της πεθεράς, ενώ αντιθέτως, το χτύπημα με τα κούφια καρύδια ήταν μεν θορυβώδες, αλλά δεν προξενούσε πόνο στα πλευρά της νύφης.
Κατά τη διάρκεια του ξυλοδαρμού, η νύφη φώναζε: «Αχ πεθερούλα μ’, τι τραβούμε επειδή ξενυχτούμε», ενώ η πεθερά, ακούγοντας το θόρυβο που έκαναν τα χτυπήματα με τα κούφια καρύδια, νόμιζε ότι έσπαζαν τα κόκαλα της νύφης της κι έλεγε: «Αχ νυφούλα μ’, πάν’ τα κοκαλάκια σου. Άλλη φορά δεν πρόκειται να ξενυχτήσουμε…».
Κι από τότε, έζησαν αυτές καλά κι εμείς καλύτερα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου