Μια φορά κι έναν
καιρό ζούσε σε κάποιο χωριό ένα ζευγάρι νέων ανθρώπων που δεν είχε παιδιά. Ο
άντρας ήταν έξυπνος κι εργατικός, ενώ η γυναίκα του ήταν χαζούλα, παχουλή και
τεμπέλα. Ο άντρας δούλευε όλη μέρα στα χωράφια και το βράδυ γύριζε κουρασμένος
και νηστικός στο σπίτι του, όπου όμως δεν εύρισκε μαγειρεμένο φαγητό, επειδή η
γυναίκα του χασομερούσε και δεν μαγείρευε. Αυτό συνέβαινε σχεδόν καθημερινά, με
αποτέλεσμα ο εν λόγω χωρικός να εξοργίζεται συνεχώς, να χάσει κάποιο βράδυ την
υπομονή του και να σκεφτεί και να κάνει την επόμενη μέρα τα παρακάτω.
Μόλις σηκώθηκε το
πρωί απ’ το κρεβάτι του, πήρε τη φουκάλη τού σπιτιού (φουκάλη = η φροκάλη, η ψάθινη σκούπα, το σάρωθρο στο γερμανιώτικο
γλωσσικό ιδίωμα), την τοποθέτησε όρθια πίσω από την πόρτα και απευθυνόμενος
σ’ αυτήν (στη φουκάλη!) φώναξε δυνατά για ν΄ ακούσει καλά τα λόγια η γυναίκα
του:
− Άκουσε φουκάλη μας,
σήμερα θα μαγειρέψεις εσύ για το αφεντικό σου. Όταν γυρίσω το βράδυ στο σπίτι
θέλω να βρω και να φάω μαγειρεμένο φαγητό και όχι όπως συνήθως ψωμοτύρι και
αβγά. Εάν δεν βρω φαγητό θα σε χτυπήσω αλύπητα στον χοντρό πισινό τής κυράς. Τα
είπε κι έφυγε.
Φυσικά, το βράδυ που
γύρισε δεν βρήκε έτοιμο φαγητό και γι’ αυτό άρπαξε θυμωμένος τη σκούπα και
άρχισε να τη χτυπάει πολλές φορές δυνατά στον παχουλό πισινό τής γυναίκας του.
Κατόπιν έπεσε και κοιμήθηκε.
Το χωριό "ο Γέρμας" Καστοριάς. |
Το επόμενο πρωί έδωσε
την ίδια εντολή στη σκούπα του και βέβαια το βράδυ που γύρισε δεν βρήκε μαγειρεμένο
φαγητό. Τότε ρώτησε τη γυναίκα του:
− Γιατί, γυναίκα, δεν
μαγείρεψε σήμερα η σκούπα μας, αν κι έφαγε χθες πολύ ξύλο;
Και η γυναίκα του
απάντησε:
− Διότι, άντρα μου, όταν
τη χτυπούσες στον πισινό μου αυτή δεν πονούσε, επειδή τα κλαράκια και τα φυλλαράκια της είναι μαλακά.
− Α! γι’ αυτό δεν
μαγείρεψε; είπε ο χωρικός κι έπεσε για ύπνο.
Το πρωί της άλλης
ημέρας ο χωρικός πήρε στα χέρια του αυτή τη φορά τη φούρκα του (φούρκα = ένα ραβδί από σκληρό ξύλο κρανιάς με διχάλα στην κορυφή του, η
φορτωτήρα των υποζυγίων), την τοποθέτησε όρθια πίσω απ’ την πόρτα και είπε
μεγαλόφωνα:
− Σήμερα φούρκα μου
θα μαγειρέψεις εσύ για το σπίτι μας. Εάν δεν ετοιμάσεις φαγητό ως το βράδυ που
θα επιστρέψω απ’ τα κτήματα θα σε δείρω πολύ άγρια στο χοντρό πισινό της κυράς.
Έτσι είπε κι έφυγε.
Το βράδυ όταν γύρισε στο
σπίτι του δεν βρήκε έτοιμο φαγητό και γι’ αυτό άρπαξε αμέσως τη φούρκα του και άρχισε
να τη “δέρνει” (τη φούρκα) γερά στους γλουτούς της γυναίκας του, μέχρι που τους
μαύρισε. Κατόπιν πήγε να κοιμηθεί.
Φούρκα (ραβδί) κρανιάς. |
Το επόμενο πρωί
μίλησε πάλι στη φούρκα και την πρόσταξε να μαγειρέψει φαγητό ως το βράδυ για να
μην ξαναχτυπηθεί αλύπητα. Και βγήκε από την πόρτα του σπιτιού.
Η γυναίκα του
χωρικού, μόλις αυτός βγήκε από το σπίτι, πετάχτηκε από το κρεβάτι της και
ταχύτατα ετοίμασε ένα υπέροχο φαγητό, που το πρόσφερε το βράδυ στον σύζυγό της
λέγοντας:
− Αγαπημένε μου άντρα,
σήμερα η σκούπα μας μαγείρεψε αυτό το νόστιμο φαγητό, όπως εσύ όρισες, με είπε
δε, ότι από τώρα και στο εξής αυτή θα μαγειρεύει κάθε μέρα φαγητό για την
αφεντιά σου.
Και πράγματι, από
τότε πάντα η “σκούπα” μαγείρευε.
Κι έζησαν αυτοί καλά
κι εμείς καλύτερα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1) Οι Γερμανιώτες παλαιότερα, πριν τη δεκαετία του 1970,
όταν θέλανε να επιπλήξουν τη σύζυγό τους για κάποια αστοχία της, λέγανε την
ακόλουθη παροιμιακή φράση, που είναι παρμένη απ’ το παρατιθέμενο παραμύθι: ”Γυναίκα, πρόσεξε, θα βάλω τη φούρκα μου να
μαγειρέψει!”
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 2). Το παρουσιαζόμενο παραμύθι το έλεγε η μακαρίτισσα Μαρία
Παπαδημητρίου - Αλεξίου (+ 1942). Το έμαθε και το κατέγραψε ο Γ.Τ.Α. την 18η
Σεπτεμβρίου 2015 στον Γέρμα.
Ο Τριαντάφυλλος / Ντάφας Αλεξίου (1840-1918)
και η σύζυγός
του Μαρία Παπαδημητρίου - Αλεξίου
(1860 - 1942), που έλεγε το παρόν παραμύθι.
|
Φουκάλη ψάθινη |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου