Καταγραφή
Χρίστου Γεωργίου (+1972).
1)
Αρχάδα (=
δροσερότης), π.χ. Ιδώ έλατι, που(ν)ι αρχάδα = εδώ ελάτε, είναι δροσερότης.
(σελ. 343).
Αρχός, -η, -ο (= δροσερός), π.χ. Αρχό είνι
του πιδί, δεν έχ’ θέρμ = κρύο είναι το παιδί, δεν έχει πυρετό // Ου μέτουπους
τ’ ή του μέτουπου τ’ είνι αρχό = το μέτωπό του είναι δροσερό. (σελ. 343).
2) Διάφκα
= ανάρρωσα, γιατρεύτηκα.
Διαβαίνω = αναρρώνω, γιατρεύομαι.
Διαβάτς = στιγμιαίος πόνος.
Π.χ. άμα δγιάβου, θα νάρθου = όταν γίνω
καλά θα έλθω. // Ήμουν πουλύ άρρουστος, μα τώρα διάφκα = ήμουν πολύ
άρρωστος,αλλά τώρα έγινα καλά. (σελ. 52).
3) Κατάψχους
= δροσερότης. Π.χ. Ιδώ στουν κατάψχου έλα = εδώ είναι δροσιά, έλα. (σελ. 323).
5) Χαλαμαντάρ
άφκις του σπιτ’ = άφησες το σπίτι ανοιχτό, χωρίς να κλείσεις τις θύρες ή να τις
κλειδώσεις. // όταν φέβς τς αφήντς χαλαμαντάρ τς πόρτις = τις θύρες, όταν
φεύγεις, τις αφήνεις ανοιχτές. (σελ. 339).
6) Τάξι
πε (αντί τάξε ειπέ) = υπόθεσε πως. Π.χ. αφού ήταν του πιδίς, τάξι πε ήσαν ισύ =
αφού ήταν το παιδί σου, υπόθεσε πως ήσουν εσύ, το ίδιο σχεδόν είναι. (σελ.
337).
7) Κουνουμώ
= ετοιμάζω.
Κουνουμνιούμι = ετοιμάζομαι, ετοιμάζω για
τον εαυτό μου.
Π.χ. - Άιντι να πάμι = εμπρός να πάμε.
- Να
τώρα κουνουμνιούμι = να τώρα ετοιμάζομαι.
Κουνουμήθκα ιγώ που ψουμί = οικονομήθηκα
εγώ από ψωμί, ετοίμασα για τον εαυτό μου εγώ ψωμί.
Ο Γυμνασιάρχης Χρίστος Γεωργίου, στο μέσον της 1ης σειράς, μεταξύ καθηγητών και μαθητών του Γυμνασίου Καστοριάς, σχ. έτ. 1937-8. |
8) Κουντόημιρους,
αντί κοντόημερος = αυτός που οι μέρες του είναι κοντές, λίγες. Το επίθετο ενέχει
την έννοια της κατάρας. Π.χ. ου κοντόημιρους τι μέκαμιν! = ο ελεεινός τι μου
έκαμε!
9) Δυναστεύου
(: δυναστεύω) = εντείνω τις δυνάμεις μου, βάζω τα δυνατά μου, κουράζομαι
υπερβολικά. π.χ. Άμα δυναστέψου του πουδάρ μ’ μι πουνάει. = άμα κουράσω πολύ το
πόδι μου πονάει.
Δυνάστιμα (αρχ.
δυνάστευμα) = έντασις δυνάμεων.
(σελ. 58).
10) Μ μπήριν ντ
βάψ = την πήρε τη βάψη, πήρε την αρρώστια που του άλλαξε το χρώμα. // Το
αντίθετο : μ μπήριν ν’ όψ = η όψη του πήρε το κανονικό της χρώμα, του υγιούς
ανθρώπου. (σελ. 35).
11) Βιο =
περιουσία π.χ. νηστκό βιο = άνθρωπος με διαθέσεις πλεονεξίας και λαιμαργίας,
διότι ζει σε φτώχια και στερήσεις. (σελ. 35).
12)
Θυμουβουλάει (: θυμοβολάει) = ερεθίζεται, πρήζεται. π.χ. η πληγή μ’
θυμουβόλτσιν κι βγάν’ αίμιουν = η πληγή μου ερεθίστηκε και βγάζει πύον.
13) Ουκνός =
οκνηρός, τεμπέλης,
Ουκνεύου (:
οκνεύω) = βαρειούμαι, τεμπελιάζω. π.χ. ουκνεύου να σκουθώ = οκνεύω βαρειούμαι
να σηκωθώ. Πρβλ. το γνωμικό:
Ου ουκνός πααίν
μακριά
κι ου σφιχτός
ξουδέβ πουλλά
(ή) κι ου
ακριβός πλιαρών πουλλά
(= ο οκνηρός
πηγαίνει μακριά κι ο τσιγγούνης εξοδεύει πολλά)
(σελ. 161).
Ο Γέρμας Καστοριάς, το αγαπημένο χωριό του αείμνηστου Χρίστου Γεωργίου. |
Γέρμα
Καστοριάς,
εκδ. Ε.Μ.Σ., Θεσσαλονίκη 1962).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου