Όμορφη Καστοριανή με φόρεμα στόφα. |
Μια φορά κι έναν
καιρό ζούσε σε κάποιο χωριό ένα αντρόγυνο. Ο σύζυγος ήταν εργατικός και
προκομμένος, ενώ η γυναίκα του ήταν τεμπέλα και ανεπρόκοπη. Τις εργάσιμες ημέρες,
που όλες οι γυναίκες του χωριού έγνεθαν μαλλί, έπλεκαν κολόβια και ύφαιναν κι
έραβαν ενδύματα, η γυναίκα αυτή δεν δούλευε, αλλά τριγύριζε στις γειτονιές και χασομερούσε
στα σοκάκια, και γι’ αυτό είχε στο σπίτι της ένα και μοναδικό φουστάνι, που το
φορούσε γιορτές και καθημερινές.
Την παραμονή κάποιας μεγάλης
γιορτής, η τεμπέλα γυναίκα είπε στον σύζυγό της να πάει με το άλογό του στο
γειτονικό κεφαλοχώρι και να της αγοράσει μια στόφα (: πολυτελές κι επίσημο
γυναικείο φόρεμα). Τη στόφα αυτή ήθελε να τη φορέσει και να βγει στο πανηγύρι
της επόμενης ημέρας. Πράγματι, ο άντρας της πήγε στο διπλανό κεφαλοχώρι, αλλ’
όμως αντί να της αγοράσει στόφα, προτίμησε να πάρει μια άσπρη χήνα, για να τη μαγειρέψουν
και να τη φάνε στο γιορτινό τραπέζι.
Όταν ο σύζυγος
επέστρεφε στο χωριό του, η γυναίκα του τον είδε από μακριά και μάλιστα μισοδιέκρινε
επάνω στο σαμάρι τού αλόγου του τα άσπρα φτερά της χήνας. Από την ανυπομονησία και
τη χαρά της νόμισε ότι επρόκειτο για τη στόφα που αυτή είχε παραγγείλει. Αμέσως
τότε έβγαλε από πάνω της το μοναδικό της φόρεμα, κι επειδή το θεώρησε άχρηστο, το
πέταξε στον αναμμένο φούρνο κι έμεινε τσίτσιδη. Μόλις ο άντρας της έφτασε στο
σπίτι και της πρόσφερε αντί για τη στόφα τη χήνα, ξέσπασε μεγάλος καβγάς…
Ξύλινο σκουτέλι (σκτέλ'). |
Την άλλη μέρα γινόταν
γλέντι στην πλατεία του χωριού και λαλούσαν όργανα. Όταν η τεμπέλα γυναίκα
άκουσε τη μουσική πεθύμησε πολύ να χορέψει, αλλά όμως δεν μπορούσε να βγει στην
πλατεία, διότι δεν είχε φουστάνι. Στο τέλος δεν κρατήθηκε, κοίταξε αριστερά και
δεξιά, είδε στο φούρνο της το πλαστήρι και το σκουτέλι (: ξύλινη ρηχή γαβάθα,
πινάκιο), κρέμασε το ένα μπροστά της (το πλαστήρι) και το άλλο πίσω (το σκουτέλι) και πήγε στο χορό. Όταν
την είδαν έτσι οι συγχωριανοί της άρχισαν να την περιγελούν και να τη γιουχαΐζουν.
Τότε αυτή φώναξε δυνατά: «Πλαστηροφορώ
και σκουτελοφορώ και η γη με χαντακώνει (: η γη, ο κόσμος όλος με χλευάζει)» κι
επέστρεψε καταντροπιασμένη στο σπίτι της, όπου πήρε τη σωστή απόφαση ν’ αλλάξει
τρόπο ζωής και να γίνει πλέον εργατική και χρυσοχέρα. Και αυτό συνέβη.
Από την άλλη μέρα η
γυναίκα άρχισε με πολλή όρεξη να γνέθει, να πλέκει και να υφαίνει. Όταν μάλιστα
ήθελε να γνέσει στημόνια (: νήματα) μεγάλου μήκους, ανέβαινε με τη ρόκα της στα
κεραμίδια του σπιτιού και άφηνε να πέφτουν και να στριφογυρίζουν απ’ εκεί μέχρι
το έδαφος το αδράχτι και το σφοντύλι του.
Ο Γέρμας Καστοριάς. |
Μερικές φορές που
βρισκόταν επάνω στη στέγη του σπιτιού της κι έβλεπε τις γυναίκες του χωριού να
χορεύουν στην πλατεία, μονολογούσε κι έλεγε: «Γνέσε αδραχτάκι μου, γνέσε, κι ας χορεύουν στο μεσοχώρι οι γομάρες (: οι τεμπέλες
γυναίκες)».
Και από τότε έζησαν
αυτοί οι δύο σύζυγοι καλά κι εμείς καλύτερα.
Σημείωση 1η. Η καταγραφή της αφήγησης του παραμυθιού έγινε τον Δεκέμβριο 2013 στον Γέρμα, από τον
Γιώργο Τ. Αλεξίου.
Σημείωση 2η. Οι φωτογραφίες ελήφθησαν από το Διαδίκτυο.
Το πλαστήρι. |
Γυναίκα γνέθει με το ρόκα της. |
Η άσπρη χήνα. |
Αδράχτι και σφοντύλι. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου