Ο αείμνηστος Χρίστος Γεωργίου (1896 - 1972). |
3) «Όποια μάτχια φλιούντι, ικείνα κι αγαπχιούντι» (= όποια μάτια φιλιούνται εκείνα κι αγαπιούνται, που δηλοί, πως ένας συνηθίζει με τον καιρό ν’ αγαπά μια γυναίκα, που πρώτα δεν την ήθελε για σύζυγο, γιατί ίσως αγαπούσε άλλη). (σελ. 278).
4) «Σαν πιθάν η θκή μ η μάννα, φούρνους να μη καπνίς» (= σαν πεθάνει η δική μου η μάννα, φούρνος να μη καπνίσει, δηλαδή, γαία μειχθήτω πυρί. Πρβλ. του Λουδοβίκου της Γαλλίας «après nous le deluge. λατ furnus). (σελ. 281).
Ο Γυμνασιάρχης Χρίστος Γεωργίου (στο μέσον της α΄ σειράς) μαζί με καθηγητές και μαθητές του Γυμνασίου Καστοριάς. (τέλη δεκαετίας 1940). |
5) «Πέθανι(ν) του πιδί μ, μι κόπκαν τα φτιρά!» (= πέθανε το παιδί μου, μου κόπηκαν τα φτερά μου!, έχασα τις ελπίδες μου) (σελ. 285).
6) «Να κλας κι να μη φυράν» (= να κλάσει και να μη φυράνει. Παροιμία που λέγεται για έναν, ο οποίος θέλει μόνον να ωφελείται, τα θέλει όλα δικά του, ο οποίος π.χ. θέλει να διασκεδάσει χωρίς να ξοδέψει χρήματα, θέλει να ωφελείται χωρίς και να ξοδεύει και τίποτε) (σελ. 286).
7) «Η τιμπιλιά δεν βγαν γιρόν κόσμου» (= με την οκνηρία δεν μπορεί κανένας να προοδεύσει) (σελ. 248).
8) «Άμα δεν τζιαλτστέψεις, δεν τα βγαντς πέρα» (= αν δεν εργασθείς εντατικά, δεν μπορείς να εξοικονομήσεις τα προς το ζην). (Τσιαλτστεύω: δουλεύω εντατικά, δείχνω επιμέλεια στη δουλειά μου. Λέξη τουρκικής προέλευσης) (σελ. 260).
9) «Έθαφταν του Δισπότ κι ου κόσμους αναβαλλίζνταν» (= έθαβαν τον Δεσπότη και το πλήθος των ανθρώπων εκινείτο εδώ κι εκεί. Λέγεται, όταν πολλοί άνθρωποι πηγαίνουν – έρχονται, στριφογυρίζουν) (σελ. 14).
10) «(Ε)γέρασα, παππούλιασα, κουρίτσι δεν καπούλιασα» (σελ. 82).
Ο Γέρμας, το αγαπημένο χωριό του Χρίστου Γεωργίου. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου