1)
«Ου
ουκνός πααίν μακριά (= ο οκνηρός πηγαίνει μακριά)
κι ου σφιχτός ξουδεύβ πουλλά (= και ο φιλάργυρος ξοδεύει πολλά)
ή κι ου ακριβός πλιαρών πουλλά (= ή και ο τσιγκούνης πληρώνει πολλά)». (σελ. 161).
ΣΗΜΕΙΩΣΗ.
Οι παρουσιαζόμενες 10 παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις είναι καταγραμμένες
μαζί (και) με αρκετές άλλες στο σπουδαίο βιβλίο του αείμνηστου Γερμανιώτη
Φιλόλογου Χρίστου Γεωργίου, "Το γλωσσικό ιδίωμα Γέρμα Καστοριάς, έκδ. Ε.Μ.Σ,
Θεσσαλονίκη 1962". Ο δάσκαλος Γιώργος Αλεξίου τις εντόπισε, τις αντέγραψε και
τις παρουσιάζει εδώ. Προσεχώς θα παρουσιάσει και τις υπόλοιπες.
κι ου σφιχτός ξουδεύβ πουλλά (= και ο φιλάργυρος ξοδεύει πολλά)
ή κι ου ακριβός πλιαρών πουλλά (= ή και ο τσιγκούνης πληρώνει πολλά)». (σελ. 161).
Ο αείμνηστος Γυμνασιάρχης Χρίστος Γεωργίου. |
2)
«Του
ήμιρου τ’ αρνί βζαν απού δυο μάνις» (= το ήμερο το αρνί βυζάνει από δύο
μάνες). Παροιμία που δηλοί, πως ο ήμερος άνθρωπος δεν ενοχλείται από τους
άλλους και περνά καλά στη ζωή του, χωρίς προστριβές. (σελ. 121).
3)
«Τς
μάνας τ πιδί, τι καρτιράς; τι πιριμέντς;». (= της μάνας του παιδί τι
περιμένεις;). Δηλαδή, ό,τι είναι η μάνα είναι και το παιδί, αυτό να σκέφτεσαι,
αυτό να περιμένεις. (σελ. 121).
4)
«Για
τ ισένα, κυρά νύφη, πέντι κάστρα μάλουνάμι» (= Για την ομορφιά σου κυρά
νύφη, πέντε κάστρα μαλώναμε). (σελ. 120).
5)
«Σταυρός,
σταυρώς κι κάτσι». (=Σταυρός – Σεπτέμβριος, σταυρώσου και κάθισε). Παροιμία
που σημαίνει, πως άμα έρθει ο Σεπτέμβριος, οι γεωργικές εργασίες παύουν, δεν
είναι τόσο εντατικές, και τότε μπορεί κανένας να σταυρώσει τα χέρια και τα
πόδια του, να καθίσει, δηλαδή ν’ αναπαυθεί. (σελ. 226).
6)
«Σάματ
έβαλα του στιφάν;» (=Μήπως έβαλα στεφάνι; μήπως τον, την στεφανώθηκα;
ετέλεσα μ’ αυτόν, μ’ αυτήν γάμο;). Παροιμία που λέγεται, όταν αθετεί κανένας
την υπόσχεσή του. (σελ. 230).
7)
«Η
νύφ, απού στουλίζουνταν, ιδώ θα μείνει βράδυ» (= Η νύφη που στολιζόταν, εδώ
θα μείνει το βράδυ». Λέγεται για έναν, που, ενώ ετοιμάζεται κάπου να υπάγει,
από κάποιο κώλυμα δεν πηγαίνει. (σελ. 231).
8)
«Του
χ΄μώνα κάθουμαν κι του καλουκαίρ στχιούμαν»(= Το χειμώνα καθόμουν και το
καλοκαίρι γινόμουν υπάλληλος ιδιώτου. αρχ. Στοιχέω – ώ. (σελ. 236.
9)
«Καένας
δεν είχιν δλια, ζύγιαζιν τα τσκάλια τ». (= Κάποιος δεν είχε δουλειά και ζύγιζε
τα τσουκάλια του, τα αιδοία του). Παροιμία που λέγεται για έναν, που ασχολείται
με περιττά πράγματα. (σελ. 265-6).
10) «Μι πχιον έχς συντρουφιά; τέτχιους είσι κι
συ» (= Με ποιον έχεις σχέσεις; τέτοιος είσαι και συ) (σελ. 238).
Ο Γέρμας Καστοριάς. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου