Η προτομή του μακεδονομάχου Καπετάν Γέρμα. |
1) «Η γειά μι κάμ κι χαίρουμι, η γειά κι
καμαρώνου» (=η υγεία με κάμνει και χαίρομαι η υγεία – ενν. με κάμνει - και
καμαρώνω): απόφθεγμα σε 15 σύλλαβο στίχο. (σελ. 41-42),
2)
«Κάθι
άνθρουπους μι του χούι τ, μι του ιδίουμα τ » (=Κάθε άνθρωπος με το φυσικό
του, με τη συνήθειά του). (σελ. 72).
3)
«Τι τουν
μέλ’; καβάλα τόχ΄» (= τι τον μέλει; τακτοποίησε τις δουλειές του, οι δουλειές
του πηγαίνουν πρίμα). (σελ. 74).
Το όμορφο χωριό "Ο Γέρμας" Καστοριάς. |
4)
«Μι τ’
αρνιά κουρεύιται» (= με μικρούς συναναστρέφεται, ενώ είναι μεγάλος, ηλικιωμένος).
(σελ. 103).
5)
«Παντρεύκα,
κουρεύκα» (= παντρεύτηκα, κουρεύτηκα): τάχατε παντρεύτηκα κι εγώ, δηλαδή
ητύχησα στον γάμο μου, ας πούμε πως παντρεύτηκα κι εγώ (σελ. 103).
6)
«Η
νγκουκυρά κουσμίζ του σπίτ » (= η νοικοκυρά στολίζει, ομορφαίνει το σπίτι).
(σελ. 104).
7)
«Σι
ξένουν κώλου σαράντα δακανίκια, στουν θκο μ κάν καένα» (= στον ξένο τον
κώλο – ας πέσουν - σαράντα ραβδισμοί με μπαστούνι, στον δικόν μου τον κώλο κανένας
ραβδισμός): Παροιμία που λέγεται για έναν, που απαιτεί από τους άλλους πολλά,
ενώ αυτός αποφεύγει τα βάρη και τις υποχρεώσεις (σελ. 109).
8)
« Όπ
κουπριά κι ισύ μαντάρα» (= Όπου κοπριά κι εσύ μανιτάρι): Παροιμία που λέγεται
για έναν που αναμειγνύεται μόνος του παντού). (σελ. 121).
Το διδακτήριο του Δημ. Σχολείου Γέρμα. Το σχολείο σήμερα δεν λειτουργεί. |
9)
«Θύμουσιν
κι μαράζ γιαννιώτκου» (=θύμωσε και μαράζι γιαννιώτικο): Δηλαδή, του είπες
λόγια πειραχτικά, άσχημα και θύμωσε, αλλά δεν με μέλει που θύμωσε, δεν το
λαμβάνω αυτό υπ’ όψι. (σελ. 121).
10)
«Του
μισιακό του γουμάρ του τρώει ου λύκους» (= το γαϊδούρι που το εξουσιάζουν
δύο το τρώει ο λύκος): Παροιμία που φανερώνει, πως ένα πράμα κοινό παραμελείται
και φθείρεται. (σελ. 127).
11)
«Του πήρα
στα μπόσ’κα του χουσμέτ» (= την πήρα επιπόλαια τη δουλειά) (σελ. 136).
12)
«Δω μ Θέ
μ, - ταράξ να σι δώσου» (= δώσε με Θεέ μου, - ταράξου, κουνήσου να σε δώσω.
Γνωμ πρβλ. αρχ «συν Αθηνά και χείρα κίνει» (σελ. 244).
13)
«Κατά του
πάπλουμα κι τα πουδάρια» (= κατά το πάπλωμα και τα ποδάρια): Παροιμία που
δηλοί, πως πρέπει να κάμνει κανένας κάτι ανάλογο με τις οικονομικές του
δυνάμεις. (σελ. 170).
14)
«Να μη
παραδίντς καμιά φουρά» (=καμιά φορά να μη προφέρεις, να μη βάζεις στο στόμα
σου το όνομα Διάβολος). (σελ. 171).
15)
«κι
τ΄αδιρφού μ του τσκάλ΄ να βράζ, μα κι του θκο μ να μη σιγάει» (= και του αδελφού
μου το τουκάλι να βράζει, αλλά και το δικό μου να μη παύει καθόλου, ενν. να
βράζει): Παροιμία που δηλοί, πως πρέπει κανένας να κοιτάζει πρώτα τις δικές του
τις δουλειές κι ύστερα του αδελφού, του συγγενή του (σελ. 208).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου