Παναγία παιδιοκρατούσα, η Οδηγήτρια. Η εφέστια εικόνα του Γέρμα, έτ. 1775. |
1) «Που τις ιννιά τις χάρις κάνγκαμιά δεν
έεις» (=από τις εννιά τις χάρες δεν έχεις καθόλου καμιά): παροιμία που
λέγεται για ένα που δυστροπεί, δε συμφωνεί, είναι ιδιότροπος. (σελ. 292).
2)
«χουματές
μυρίζ» (= έχει μυρωδιά χώματος) π.χ. («θα πιθάν, λέει - άλλου τι! Χουματές
μυρίζ!» (=θα πεθάνει λέγει! άλλο τι! {εννοείται: έχει να πει!} χωματές μυρίζει!
ειρων.). (σελ. 301).
3)
«Χρουστάει
του Μχάλ’» (= χρωστάει τον Μιχάλη): δεν είναι στα καλά του, είναι μωρός. πρβλ.
αρχ. «μωρίαν οφλισκάνει». (σελ. 306-7).
4)
Άμα υθεί
του γάλα, δε μαζώνιτι» (= άμα χυθεί το γάλα δεν μαζεύεται): παροιμία που
δηλοί, πως αν μαλώσει κάποιος με έναν, έπειτα δεν είναι δυνατόν οι σχέσεις τους
να είναι καθαρές, δηλ. χωρίς κηλίδα. (σελ. 308).
Ιστορικό βιβλίο του αείμνηστου Χρίστου Γεωργίου (+ 1972). |
5)
«Έκουφτι(ν),
έρραφτι(ν), ψαλίδ η γλώσσα τ » (= έκοβε έραβε, ψαλίδι η γλώσσα του):
μιλούσε γρήγορα και καλά, όπως ένα ψαλίδι κόβει γρήγορα. (σελ. 309).
6)
«Ψόφσι(ν)
του βόιδ, πέθανι(ν) ου Μχάλτς» (= ψόφησε το βόδι, πέθανε ο Μιχάλης). (σελ.
313).
7)
«Κάμι
κανα καλό, να βρει η ψχής» (= κάμε κανένα καλό, να βρει καλό η ψυχή σου,
για τη σωτηρία της ψυχής σου). (σελ. 314).
8)
«βαραίν
ου ήλιους, κρούει ου σήμαντρους» (= ανατέλλει ο ήλιος, ηχεί ο σήμαντρος):
το δεύτερο επακόλουθο του πρώτου (σελ. 326).
9)
«Σι λείπ
η μάννα μι του λαγγιόλ΄» (= σε λείπει η μάννα (: μεγάλο κομμάτι υφάσματος μιας
ενδυμασίας) με το λαγγιόλι (: μικρό τεμάχιο υφάσματος ενδυμασίας). Παροιμία.
Είσαι δηλαδή όλως διόλου ανόητος. (σελ. 326).
10)
«Θέλ’ κι
ου μούρτζιους καφέ» (= θέλει και ο άνιφτος, ο ακάθαρτος καφέ !) (σελ. 328).
11)
«Καλά ’ν
τα φαρδουμάνικα, μα τάχν οι Δισπουτάδις» (=καλά είναι τα φαρδομάνικα μα τα
έχουν, τα φορούν οι Δεσποτάδες). (σελ. 328).
12)
«Η πέτρα
που γκυλνέτι μούσκρουν δεν βγαν» (Η πέτρα που κυλίεται δεν αποκτά βρύα, δεν
βρυάζει. Λέγεται για έναν που δεν μπορεί να προοδεύσει, να προκόψει, όταν δεν
δείχνει τον απαιτούμενο ζήλο για το επάγγελμά του και το παραμελεί. (σελ. 328).
Το χωριό "Ο Γέρμας" Καστοριάς. |
13)
«Ξίψουμα
και δίχους ρόγα»(= ξίψωμα και δίχως ρόγα): Χωρίς ψωμί και χωρίς μισθό,
αμοιβή, που σημαίνει ότι – είναι αναγκασμένος να – δουλεύει κάποιος όλως διόλου
δωρεάν. (σελ. 331).
14)
«Τάφιριν
σουλφ κι βιρισέ» (= τα έφερε σουλφ και βερεσέ, που σημαίνει: 1) τα ξόδεψε
όλα. 2) τα κανόνισε έτσι, που να φαίνεται ότι δεν χρωστάει άλλα). (σελ. 319)
15)
«Παίρν ου
παπάς κιρόν» (= Παίρνει ο παπάς καιρόν) (= αρχίζει ο ιερέας την ιεροτελεστία).
(σελ. 323).
16)
«Θέλ΄ να
πάρ του νιρό πού τ μάνα τ » (= θέλει να πάρει το νερό από τη μάνα του, απ’
την πηγή του ποταμού). Παροιμία, η οποία λέγεται για έναν που εξετάζει καλά,
που θέλει να μάθει την αιτία ενός γεγονότος (σελ. 415).
17)
«Κατά
τουν κιρό κι του χουρό» (= κατά τον καιρό και τον χορό), δηλαδή πρέπει να
προσαρμόζεται κανένας με τις περιστάσεις (σελ.416).
Η χρονολογία 1761 στο θεμέλιο λίθο του ενοριακού ναού του Γέρμα. |
18)
«Δεν
παντρεύιτι (α)κόμα, έχ’ πλακόν» (=δεν παντρεύεται ακόμη έχει πλακόν (:
φράχτης με ξύλα). που σημαίνει, δεν παντρεύεται ακόμη, διότι έχει αδελφή ανύπαντρη,
δηλαδή, περιμένει να παντρέψει πρώτα την αδελφή του και ύστερα να παντρευτεί
αυτός. (σελ. 421).
19)
«Πάρ του,
(αλλιώς) δεν πιάνιτι» (= πάρε το, αλλιώς δεν πιάνεται, γιατί αν δεν το
πάρεις, ο Θεός δεν θα εισακούσει τη δέησή σου). Δεσπότης έδωσε σε θεοφοβούμενο
ιερέα ένα μετζήτι (: τουρκικό νόμισμα), για να μνημονεύει τους γονείς
του. Επειδή ο ιερέας δεν το έπαιρνε, ο Δεσπότης του είπε, «Πάρ του, δεν πιάνιτι»
(σελ. 424).
Ο Γερμανιώτης δάσκαλος Γιώργος Αλεξίου. Σκίτσο εκ του φυσικού, έργο του ανεψιού του αρχιτέκτονα Τριαντάφυλλου Κ. Αλεξίου. |
Γαμήλιο τραγούδι. Το τραγουδούν και το παίζουν
οι οργανοπαίχτες την ώρα που η νύφη αποχαιρετά τους γονείς και λοιπούς οικείους
της, οπότε προκαλείται θλίψη και χύνονται πολλά δάκρυα:
«Πότι μάλλουσάμι κι θα χουριστούμι;Κι αν μι μάλλουσέτι, τώρα χόρτασέτι.
Φάτι του ψουμί μου, φάτι του φαΐ μου…» (σελ. 304).
Τέλος δημοσίευσης παροιμιών του Γέρμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου