Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

Ο «Κατσιομούλαρος». Λαϊκό ιστόρημα από τον Γέρμα Καστοριάς.

Ένας τωρινός "κατσιομούλαρος" στον Γέρμα.
Εισαγωγικό σημείωμα.

Οι Γερμανιώτες της παλαιάς εποχής, του 15ου μέχρι και του 18ου αιώνα, κατοικούσαν σε μικρά και φτωχικά σπίτια. Τα σπίτια αυτά αποτελούνταν, στην πλειονότητα τους, από μια στενόμακρη αίθουσα, που ήταν χωρισμένη με ¨τσιατμά¨ (: ξύλινο τοιχίο) σε δυο μέρη, τα οποία επικοινωνούσαν μεταξύ τους από ένα ενδιάμεσο άνοιγμα. Το πρώτο απ΄ αυτά τα μέρη, το μπροστινό, είχε ένα τζάκι και 2-3 μικρά παράθυρα, και μέσα του κατοικούσαν οι άνθρωποι, ενώ το άλλο είχε μερικά παχνιά και σταβλίζονταν σ΄ αυτό τα μεγάλα ζώα τού σπιτιού, όπως το άλογο, το μουλάρι, το βόδι, και το γαϊδουράκι. Τ’ αναφερόμενα παράθυρα δεν είχαν τζάμια και καλύπτονταν μόνο με βαριά παραθυρόφυλλα, που ήταν φτιαγμένα με χοντρές σανίδες. Οι σανίδες αυτές είχαν διάκενα μεταξύ τους (: χαραμάδες) και γι’ αυτό οι διαβάτες που διέρχονταν την νύχτα έξω απ’ τα σπίτια μπορούσαν εύκολα να ιδούν τι συνέβαινε στο εσωτερικό τους. Αυτή η δυνατότητα και η συχνή αδιακρισία των περαστικών ανθρώπων ανησυχούσαν όλους τους χωρικούς και ιδιαίτερα τους γονείς που είχαν ‘’κορίτσια της παντρειάς’’. Οι γονείς αυτοί συμβούλευαν τις θυγατέρες τους να προσέχουν την συμπεριφορά τους μέσα στο σπίτι κατά τις νυχτερινές ώρες, διότι έξω απ’ τα παράθυρα τους παραμόνευαν οι εργένηδες του χωριού και αν έβλεπαν κάποια ανάρμοστη πράξη τους δεν θα τις παντρεύονταν. Συνάμα τους έλεγαν την παροιμία «οι τοίχοι έχουν αυτιά και τα παράθυρα μάτια» και τους διηγούνταν την ακόλουθη διδακτική ιστορία.

Το ιστόρημα «Ο κατσιομούλαρος» (: ίσως το κακό ή το κουτσό μουλάρι).
Ζούσαν κάποτε σε ένα φτωχικό σπίτι του Γέρμα δυο ορφανές αδερφές ηλικίας 20 - 25 ετών, που “δεν αγαπούσαν πολύ την καθαριότητα”, και γι’ αυτό δεν τις έπαιρναν (παντρεύονταν) οι άντρες του χωριού. Κάποια ημέρα όμως, ένας ενθουσιώδης νεαρός αγνόησε αυτό το κουσούρι των δύο αδελφών και αποφάσισε να παντρευτεί την μεγαλύτερη. Πριν τη ζητήσει όμως σε γάμο σκέφτηκε να πάει την νύχτα έξω από το σπίτι των δύο νεαρών γυναικών και να παρατηρήσει τι έκαναν αυτές μέσα στο δωμάτιο τους. Πράγματι, πλησίασε αθόρυβα ένα παράθυρό του, κοίταξε μέσα απ’ τις χαραμάδες του και είδε να υπάρχει στο τζάκι ένα τσουκάλι με φασόλια που έβραζαν. Είδε επίσης σε κάποια στιγμή την μικρότερη από τις αδελφές να πηγαίνει στο τζάκι και να προσπαθεί να βγάλει και να φάει φασόλια απ’ το τσουκάλι. Όμως, αντί για φασόλια έβγαζε και ρουφούσε συνεχώς μόνο το ζουμί τους και γι’ αυτό είπε στην αδελφή της:
-Αμορ’ αδερφή (= αμόρε, αγαπημένη), πολύ νερό έριξες σήμερα μέσα στον τσούκαλο που βράζουν τα φασόλια, ρουφώ - ρουφώ το ζουμί τους και δεν τελειώνει.
-Όχι, μωρ’ τσιούπω (= κόρη), απάντησε η μεγάλη αδελφή, λίγο νερό έριξα. Μάλλον θα ήρθε ο κατσιομούλαρος και θα κατσιομουλάρισε (= ούρησε) μέσα στον τσούκαλο.
-Αυτό θα έγινε, είπε η μικρότερη κοπέλα, και συνέχισε να ρουφάει το ζουμί απ’ το τσουκάλι.
Μόλις τα είδε και τα άκουσε αυτά ο υποψήφιος γαμπρός έφυγε τρέχοντας και φυσικά άλλαξε γνώμη και δεν παντρεύτηκε την κοπέλα που ήθελε. Κι έτσι οι δυο αδελφές που ‘’δεν αγαπούσαν πολύ την καθαριότητα’’ και δεν πρόσεχαν την συμπεριφορά τους μέσα στο σπίτι έμειναν ανύπαντρες σε όλη τους την ζωή.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

Την παλαιά εποχή, πριν τη δεκαετία του 1950, όταν κάποιος Γερμανιώτης ήθελε να δημιουργήσει εύθυμη ατμόσφαιρα κατά την ώρα του φαγητού της οικογένειάς του, τσίγκλιζε (: πείραζε) την γυναίκα του λέγοντας με προσποιητή αφέλεια τα εξής: «Γυναίκα, μήπως ο κατσιομούλαρος;…» κι αμέσως τότε αυτή ‘’άναβε’’, αγανακτούσε και διαμαρτυρόταν έντονα για την υποτιθέμενη ‘’μεγάλη προσβολή’’.

Το αγροτόσπιτο του αείμνηστου Κώτσιου Τσαχτσίρα
στο βουνό Πάσχος του Γέρμα. Στο ισόγειό του
μαντρώνονταν τα αιγοπρόβατα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου